sin ejemplosSe encuentra en 1 diccionario
El diccionario griego-ruso- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
άπειρος
неопытный, неумелый
необъятный; бесконечный
неисчислимый
Traducciones de usuarios
Aún no hay traducciones del este texto.
¡Sé primero de traducirlo!
Forma de la palabra
άπειρος
επίθετο
| Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
| Ονοματική | άπειρος | άπειρη | άπειρο |
| Γενική | άπειρου | άπειρης | άπειρου |
| Αιτιατική | άπειρο | άπειρη | άπειρο |
| Κλητική | άπειρε | άπειρη | άπειρο |
| Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
| Ονοματική | άπειροι | άπειρες | άπειρα |
| Γενική | άπειρων | άπειρων | άπειρων |
| Αιτιατική | άπειρους | άπειρες | άπειρα |
| Κλητική | άπειροι | άπειρες | άπειρα |
| Συγκριτικός βαθμός | - |
| Υπερθετικός βαθμός | - |
άπειρος
ουσιαστικό, αρσενικό
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | ο άπειρος, άπειρός | οι άπειροι, άπειροί |
| Γενική | του απείρου | των απείρων |
| Αιτιατική | τον άπειρο, άπειρον, άπειρό, άπειρόν | τους απείρους |
| Κλητική | άπειρε, άπειρέ | άπειροι, άπειροί |