about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
sin ejemplosSe encuentra en 1 diccionario

El diccionario griego-ruso
  • Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.

αλλάζω

  1. μετ.

    1. менять, изменять

    2. менять, сменять, переменять

    3. делать пересадку

    4. менять, разменивать (деньги)

  2. αμετ.

    1. меняться, изменяться

    2. переодеваться; менять бельё

Añadir a mi diccionario

αλλάζω1/6
меня́ть; изменя́тьEjemplos

αλλάζ γνώμη — раздумать, передумать

Traducciones de usuarios

Aún no hay traducciones del este texto.
¡Sé primero de traducirlo!

Forma de la palabra

αλλάζω

ρήμα
Ενεστώτας
αλλάζωαλλάζομε, αλλάζουμε
αλλάζειςαλλάζετε
αλλάζειαλλάζουν, αλλάζουνε
Παρατατικός
άλλαζααλλάζαμε
άλλαζεςαλλάζατε
άλλαζεαλλάζανε, άλλαζαν
Αόριστος
άλλαξααλλάξαμε
άλλαξεςαλλάξατε
άλλαξεαλλάξανε, άλλαξαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αλλάζω θα αλλάζομε, αλλάζουμε
θα αλλάζεις θα αλλάζετε
θα αλλάζει θα αλλάζουν, αλλάζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω αλλάξειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αλλάξει θα έχω -
Ενεστώτας
να αλλάζω να αλλάζομε, αλλάζουμε
να αλλάζεις να αλλάζετε
να αλλάζει να αλλάζουν, αλλάζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω αλλάξεινα έχω -
Ενεστώτας
άλλαζεαλλάζετε
Αόριστος
άλλαξεαλλάξτε
αλλάζοντας
Παρακείμενος
έχοντας αλλάξειέχοντας -
Ενεστώτας
αλλάζομαιαλλαζόμαστε
αλλάζεσαιαλλαζόσαστε, αλλάζεστε
αλλάζεταιαλλάζονται
Παρατατικός
αλλαζόμουν, αλλαζόμουνααλλαζόμασταν, αλλαζόμαστε
αλλαζόσουν, αλλαζόσουνααλλαζόσασταν, αλλαζόσαστε
αλλαζόταν, αλλαζότανεαλλαζόντανε, αλλαζόντουσαν, αλλάζονταν
Αόριστος
αλλάχτηκααλλαχτήκαμε
αλλάχτηκεςαλλαχτήκατε
αλλάχτηκεαλλαχτήκανε, αλλάχτηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αλλάζομαι θα αλλαζόμαστε
θα αλλάζεσαι θα αλλαζόσαστε, αλλάζεστε
θα αλλάζεται θα αλλάζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα αλλαχτώ θα αλλαχτούμε
θα αλλαχτείς θα αλλαχτείτε
θα αλλαχτεί θα αλλαχτούν, αλλαχτούνε
Παρακείμενος
έχω αλλαχτείέχω αλλαγμένος, αλλαγμένη, αλλαγμένο, αλλαγμένου, αλλαγμένης, αλλαγμένε, αλλαγμένοι, αλλαγμένες, αλλαγμένα, αλλαγμένων, αλλαγμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αλλαχτεί θα έχω αλλαγμένος, αλλαγμένη, αλλαγμένο, αλλαγμένου, αλλαγμένης, αλλαγμένε, αλλαγμένοι, αλλαγμένες, αλλαγμένα, αλλαγμένων, αλλαγμένους
Ενεστώτας
να αλλάζομαι να αλλαζόμαστε
να αλλάζεσαι να αλλαζόσαστε, αλλάζεστε
να αλλάζεται να αλλάζονται
Αόριστος
να αλλαχτώ να αλλαχτούμε
να αλλαχτείς να αλλαχτείτε
να αλλαχτεί να αλλαχτούν, αλλαχτούνε
Παρακείμενος
να έχω αλλαχτείνα έχω αλλαγμένος, αλλαγμένη, αλλαγμένο, αλλαγμένου, αλλαγμένης, αλλαγμένε, αλλαγμένοι, αλλαγμένες, αλλαγμένα, αλλαγμένων, αλλαγμένους
Ενεστώτας
-αλλάζεστε
Αόριστος
αλλάξουαλλαχτείτε
-
αλλαγμένος, αλλαγμένη, αλλαγμένο, αλλαγμένου, αλλαγμένης, αλλαγμένε, αλλαγμένοι, αλλαγμένες, αλλαγμένα, αλλαγμένων, αλλαγμένους