about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
sin ejemplosSe encuentra en 1 diccionario

El diccionario griego-ruso
  • Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.

αποκλείω

  1. блокировать

  2. исключать, не допускать

Añadir a mi diccionario

αποκλείω1/2
блоки́ровать

Traducciones de usuarios

Aún no hay traducciones del este texto.
¡Sé primero de traducirlo!

Forma de la palabra

αποκλείω

ρήμα
Ενεστώτας
--
--
--
Παρατατικός
--
--
--
Αόριστος
απέκλεια, απέκλεισααποκλείαμε, αποκλείσαμε
απέκλειες, απέκλεισεςαποκλείατε, αποκλείσατε
απέκλειε, απέκλεισεαποκλείανε, αποκλείσανε, απέκλειαν, απέκλεισαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω αποκλείσειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αποκλείσει θα έχω -
Ενεστώτας
να - να -
να - να -
να - να -
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω αποκλείσεινα έχω -
Ενεστώτας
απόκλειε, απόκλεισεαποκλείετε, αποκλείσετε, αποκλείστε
Αόριστος
--
-
Παρακείμενος
έχοντας αποκλείσειέχοντας -
Ενεστώτας
-αποκλειόμαστε
-αποκλειόσαστε
--
Παρατατικός
αποκλειόμουν, αποκλειόμουνααποκλειόμαστε
αποκλειόσουν, αποκλειόσουνααποκλειόσαστε
αποκλειόταν, αποκλειότανεαποκλείονταν
Αόριστος
αποκλείστηκα, αποκλείσθηκααποκλειστήκαμε, αποκλεισθήκαμε
αποκλείστηκες, αποκλείσθηκεςαποκλειστήκατε, αποκλεισθήκατε
αποκλείστηκε, αποκλείσθηκεαποκλειστήκανε, αποκλεισθήκανε, αποκλείστηκαν, αποκλείσθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα - θα αποκλειόμαστε
θα - θα αποκλειόσαστε
θα - θα -
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα αποκλεισθώ, αποκλειστώ θα αποκλεισθούμε, αποκλειστούμε
θα αποκλεισθείς, αποκλειστείς θα αποκλεισθείτε, αποκλειστείτε
θα αποκλεισθεί, αποκλειστεί θα αποκλεισθούν, αποκλεισθούνε, αποκλειστούν, αποκλειστούνε
Παρακείμενος
έχω αποκλειστείέχω αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο, αποκλεισμένου, αποκλεισμένης, αποκλεισμένε, αποκλεισμένοι, αποκλεισμένες, αποκλεισμένα, αποκλεισμένων, αποκλεισμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αποκλειστεί θα έχω αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο, αποκλεισμένου, αποκλεισμένης, αποκλεισμένε, αποκλεισμένοι, αποκλεισμένες, αποκλεισμένα, αποκλεισμένων, αποκλεισμένους
Ενεστώτας
να - να αποκλειόμαστε
να - να αποκλειόσαστε
να - να -
Αόριστος
να αποκλεισθώ, αποκλειστώ να αποκλεισθούμε, αποκλειστούμε
να αποκλεισθείς, αποκλειστείς να αποκλεισθείτε, αποκλειστείτε
να αποκλεισθεί, αποκλειστεί να αποκλεισθούν, αποκλεισθούνε, αποκλειστούν, αποκλειστούνε
Παρακείμενος
να έχω αποκλειστείνα έχω αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο, αποκλεισμένου, αποκλεισμένης, αποκλεισμένε, αποκλεισμένοι, αποκλεισμένες, αποκλεισμένα, αποκλεισμένων, αποκλεισμένους
Ενεστώτας
-αποκλείεστε
Αόριστος
αποκλείσουαποκλειστείτε
-
αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο, αποκλεισμένου, αποκλεισμένης, αποκλεισμένε, αποκλεισμένοι, αποκλεισμένες, αποκλεισμένα, αποκλεισμένων, αποκλεισμένους

αποκλείω

ρήμα
Ενεστώτας
αποκλείωαποκλείομε, αποκλείουμε
αποκλείειςαποκλείετε
αποκλείειαποκλείουν, αποκλείουνε
Παρατατικός
απόκλειααποκλείαμε
απόκλειεςαποκλείατε
απόκλειεαποκλείανε, απόκλειαν
Αόριστος
απόκλεισααποκλείσαμε
απόκλεισεςαποκλείσατε
απόκλεισεαποκλείσανε, απόκλεισαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αποκλείω θα αποκλείομε, αποκλείουμε
θα αποκλείεις θα αποκλείετε
θα αποκλείει θα αποκλείουν, αποκλείουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω αποκλείσειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αποκλείσει θα έχω -
Ενεστώτας
να αποκλείω να αποκλείομε, αποκλείουμε
να αποκλείεις να αποκλείετε
να αποκλείει να αποκλείουν, αποκλείουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω αποκλείσεινα έχω -
Ενεστώτας
απόκλειεαποκλείετε, αποκλείσετε, αποκλείστε
Αόριστος
απόκλεισε-
αποκλείοντας
Παρακείμενος
έχοντας αποκλείσειέχοντας -
Ενεστώτας
αποκλείομαιαποκλειόμαστε
αποκλείεσαιαποκλειόσαστε, αποκλείεστε
αποκλείεταιαποκλείονται
Παρατατικός
αποκλειόμουν, αποκλειόμουνααποκλειόμαστε
αποκλειόσουν, αποκλειόσουνααποκλειόσαστε
αποκλειόταν, αποκλειότανεαποκλείονταν
Αόριστος
αποκλείστηκααποκλειστήκαμε
αποκλείστηκεςαποκλειστήκατε
αποκλείστηκεαποκλειστήκανε, αποκλείστηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αποκλείομαι θα αποκλειόμαστε
θα αποκλείεσαι θα αποκλειόσαστε, αποκλείεστε
θα αποκλείεται θα αποκλείονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα αποκλειστώ θα αποκλειστούμε
θα αποκλειστείς θα αποκλειστείτε
θα αποκλειστεί θα αποκλειστούν, αποκλειστούνε
Παρακείμενος
έχω αποκλειστείέχω αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο, αποκλεισμένου, αποκλεισμένης, αποκλεισμένε, αποκλεισμένοι, αποκλεισμένες, αποκλεισμένα, αποκλεισμένων, αποκλεισμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αποκλειστεί θα έχω αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο, αποκλεισμένου, αποκλεισμένης, αποκλεισμένε, αποκλεισμένοι, αποκλεισμένες, αποκλεισμένα, αποκλεισμένων, αποκλεισμένους
Ενεστώτας
να αποκλείομαι να αποκλειόμαστε
να αποκλείεσαι να αποκλειόσαστε, αποκλείεστε
να αποκλείεται να αποκλείονται
Αόριστος
να αποκλειστώ να αποκλειστούμε
να αποκλειστείς να αποκλειστείτε
να αποκλειστεί να αποκλειστούν, αποκλειστούνε
Παρακείμενος
να έχω αποκλειστείνα έχω αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο, αποκλεισμένου, αποκλεισμένης, αποκλεισμένε, αποκλεισμένοι, αποκλεισμένες, αποκλεισμένα, αποκλεισμένων, αποκλεισμένους
Ενεστώτας
-αποκλείεστε
Αόριστος
αποκλείσουαποκλειστείτε
-
αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο, αποκλεισμένου, αποκλεισμένης, αποκλεισμένε, αποκλεισμένοι, αποκλεισμένες, αποκλεισμένα, αποκλεισμένων, αποκλεισμένους