sin ejemplosSe encuentra en 1 diccionario
El diccionario griego-ruso- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
αποκτώ
прям., перен. приобретать
достигать (чего-л.)
Traducciones de usuarios
Aún no hay traducciones del este texto.
¡Sé primero de traducirlo!
Forma de la palabra
αποκτώ
ρήμα
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| αποκτώ | αποκτούμε |
| αποκτάς | αποκτάτε |
| αποκτά | αποκτούν, αποκτούνε |
| Παρατατικός | |
|---|---|
| αποκτούσα | αποκτούσαμε |
| αποκτούσες | αποκτούσατε |
| αποκτούσε | αποκτούσαν, αποκτούσανε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| απέκτησα | αποκτήσαμε |
| απέκτησες | αποκτήσατε |
| απέκτησε | αποκτήσανε, απέκτησαν |
| Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
|---|---|
| θα αποκτώ | θα αποκτούμε |
| θα αποκτάς | θα αποκτάτε |
| θα αποκτά | θα αποκτούν, αποκτούνε |
| Στιγμιαίος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα - | θα - |
| θα - | θα - |
| θα - | θα - |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| έχω αποκτήσει | έχω αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
| Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα έχω αποκτήσει | θα έχω αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| να αποκτώ | να αποκτούμε |
| να αποκτάς | να αποκτάτε |
| να αποκτά | να αποκτούν, αποκτούνε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| να - | να - |
| να - | να - |
| να - | να - |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| να έχω αποκτήσει | να έχω αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| - | αποκτάτε, αποκτήσετε, αποκτήστε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| απόκτησε | - |
| αποκτώντας |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| έχοντας αποκτήσει | έχοντας αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| αποκτώμαι | αποκτώμεθα |
| αποκτάσαι | αποκτάσθε, αποκτάστε |
| αποκτάται | αποκτώνται |
| Παρατατικός | |
|---|---|
| - | - |
| - | - |
| - | - |
| Αόριστος | |
|---|---|
| αποκτήθηκα | αποκτηθήκαμε |
| αποκτήθηκες | αποκτηθήκατε |
| αποκτήθηκε | αποκτηθήκανε, αποκτήθηκαν |
| Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
|---|---|
| θα αποκτώμαι | θα αποκτώμεθα |
| θα αποκτάσαι | θα αποκτάσθε, αποκτάστε |
| θα αποκτάται | θα αποκτώνται |
| Στιγμιαίος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα αποκτηθώ | θα αποκτηθούμε |
| θα αποκτηθείς | θα αποκτηθείτε |
| θα αποκτηθεί | θα αποκτηθούν, αποκτηθούνε |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| έχω αποκτηθεί | έχω αποκτημένος, αποκτημένη, αποκτημένο, αποκτημένου, αποκτημένης, αποκτημένε, αποκτημένοι, αποκτημένες, αποκτημένα, αποκτημένων, αποκτημένους |
| Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα έχω αποκτηθεί | θα έχω αποκτημένος, αποκτημένη, αποκτημένο, αποκτημένου, αποκτημένης, αποκτημένε, αποκτημένοι, αποκτημένες, αποκτημένα, αποκτημένων, αποκτημένους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| να αποκτώμαι | να αποκτώμεθα |
| να αποκτάσαι | να αποκτάσθε, αποκτάστε |
| να αποκτάται | να αποκτώνται |
| Αόριστος | |
|---|---|
| να αποκτηθώ | να αποκτηθούμε |
| να αποκτηθείς | να αποκτηθείτε |
| να αποκτηθεί | να αποκτηθούν, αποκτηθούνε |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| να έχω αποκτηθεί | να έχω αποκτημένος, αποκτημένη, αποκτημένο, αποκτημένου, αποκτημένης, αποκτημένε, αποκτημένοι, αποκτημένες, αποκτημένα, αποκτημένων, αποκτημένους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| - | αποκτάσθε, αποκτάστε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| αποκτήσου | αποκτηθείτε |
| αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
| αποκτημένος, αποκτημένη, αποκτημένο, αποκτημένου, αποκτημένης, αποκτημένε, αποκτημένοι, αποκτημένες, αποκτημένα, αποκτημένων, αποκτημένους |