sin ejemplosSe encuentra en 1 diccionario
El diccionario griego-ruso- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
βουβός
прям., перен.
немой
Añadir a mi diccionario
βουβός
немо́й
Traducciones de usuarios
Aún no hay traducciones del este texto.
¡Sé primero de traducirlo!
Forma de la palabra
βουβός
επίθετο
| Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
| Ονοματική | βουβός | βουβή | βουβό |
| Γενική | βουβού | βουβής | βουβού |
| Αιτιατική | βουβό, βουβόν | βουβή, βουβήν | βουβό |
| Κλητική | βουβέ | βουβή | βουβό |
| Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
| Ονοματική | βουβοί | βουβές | βουβά |
| Γενική | βουβών | βουβών | βουβών |
| Αιτιατική | βουβούς | βουβές | βουβά |
| Κλητική | βουβοί | βουβές | βουβά |
| Συγκριτικός βαθμός | - |
| Υπερθετικός βαθμός | - |