about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
sin ejemplosSe encuentra en 1 diccionario

El diccionario griego-ruso
  • Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.

λιάζομαι

см. также λιάζω

греться на солнце

Añadir a mi diccionario

λιάζομαι
гре́ться на со́лнце

Traducciones de usuarios

Aún no hay traducciones del este texto.
¡Sé primero de traducirlo!

Forma de la palabra

λιάζω

ρήμα
Ενεστώτας
λιάζωλιάζομε, λιάζουμε
λιάζειςλιάζετε
λιάζειλιάζουν, λιάζουνε
Παρατατικός
έλιαζαλιάζαμε
έλιαζεςλιάζατε
έλιαζεέλιαζαν, λιάζανε
Αόριστος
έλιασαλιάσαμε
έλιασεςλιάσατε
έλιασεέλιασαν, λιάσανε
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα λιάζω θα λιάζομε, λιάζουμε
θα λιάζεις θα λιάζετε
θα λιάζει θα λιάζουν, λιάζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω λιάσειέχω λιαζόμενος, λιαζόμενη, λιαζόμενο, λιαζόμενου, λιαζόμενης, λιαζόμενε, λιαζόμενοι, λιαζόμενες, λιαζόμενα, λιαζόμενων, λιαζόμενους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω λιάσει θα έχω λιαζόμενος, λιαζόμενη, λιαζόμενο, λιαζόμενου, λιαζόμενης, λιαζόμενε, λιαζόμενοι, λιαζόμενες, λιαζόμενα, λιαζόμενων, λιαζόμενους
Ενεστώτας
να λιάζω να λιάζομε, λιάζουμε
να λιάζεις να λιάζετε
να λιάζει να λιάζουν, λιάζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω λιάσεινα έχω λιαζόμενος, λιαζόμενη, λιαζόμενο, λιαζόμενου, λιαζόμενης, λιαζόμενε, λιαζόμενοι, λιαζόμενες, λιαζόμενα, λιαζόμενων, λιαζόμενους
Ενεστώτας
λιαζε, λιάζε-
Αόριστος
λιασε, λιάσελιάστε
λιάζοντας
Παρακείμενος
έχοντας λιάσειέχοντας λιαζόμενος, λιαζόμενη, λιαζόμενο, λιαζόμενου, λιαζόμενης, λιαζόμενε, λιαζόμενοι, λιαζόμενες, λιαζόμενα, λιαζόμενων, λιαζόμενους
Ενεστώτας
λιάζομαιλιαζόμαστε
λιάζεσαιλιαζόσαστε, λιάζεστε
λιάζεταιλιάζονται
Παρατατικός
λιαζόμουν, λιαζόμουναλιαζόμασταν, λιαζόμαστε
λιαζόσουν, λιαζόσουναλιαζόσασταν, λιαζόσαστε
λιαζόταν, λιαζότανελιαζόντανε, λιαζόντουσαν, λιάζονταν
Αόριστος
λιάστηκαλιαστήκαμε
λιάστηκεςλιαστήκατε
λιάστηκελιαστήκανε, λιάστηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα λιάζομαι θα λιαζόμαστε
θα λιάζεσαι θα λιαζόσαστε, λιάζεστε
θα λιάζεται θα λιάζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα λιαστώ θα λιαστούμε
θα λιαστείς θα λιαστείτε
θα λιαστεί θα λιαστούν, λιαστούνε
Παρακείμενος
έχω λιαστείέχω λιασμένος, λιασμένη, λιασμένο, λιασμένου, λιασμένης, λιασμένε, λιασμένοι, λιασμένες, λιασμένα, λιασμένων, λιασμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω λιαστεί θα έχω λιασμένος, λιασμένη, λιασμένο, λιασμένου, λιασμένης, λιασμένε, λιασμένοι, λιασμένες, λιασμένα, λιασμένων, λιασμένους
Ενεστώτας
να λιάζομαι να λιαζόμαστε
να λιάζεσαι να λιαζόσαστε, λιάζεστε
να λιάζεται να λιάζονται
Αόριστος
να λιαστώ να λιαστούμε
να λιαστείς να λιαστείτε
να λιαστεί να λιαστούν, λιαστούνε
Παρακείμενος
να έχω λιαστείνα έχω λιασμένος, λιασμένη, λιασμένο, λιασμένου, λιασμένης, λιασμένε, λιασμένοι, λιασμένες, λιασμένα, λιασμένων, λιασμένους
Ενεστώτας
-λιάζεστε
Αόριστος
λιάσουλιαστείτε
λιαζόμενος, λιαζόμενη, λιαζόμενο, λιαζόμενου, λιαζόμενης, λιαζόμενε, λιαζόμενοι, λιαζόμενες, λιαζόμενα, λιαζόμενων, λιαζόμενους
λιασμένος, λιασμένη, λιασμένο, λιασμένου, λιασμένης, λιασμένε, λιασμένοι, λιασμένες, λιασμένα, λιασμένων, λιασμένους