без примеровНайдено в 1 словаре
Греческо-русский словарь- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ακτινοβολία
η
сияние с, блеск м
радиация ж
Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
ακτινοβολία
ουσιαστικό, θηλυκό
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | η ακτινοβολία | οι ακτινοβολίες |
| Γενική | της ακτινοβολίας | των ακτινοβολιών |
| Αιτιατική | τη(ν) ακτινοβολία, ακτινοβολίαν | τις ακτινοβολίες |
| Κλητική | ακτινοβολία | ακτινοβολίες |