без примеровНайдено в 1 словаре
Греческо-русский словарь- Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.
- Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.
καθίζω
сажать, усаживать
Добавить в мой словарь
Не найденоПереводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
κάθομαι
ρήμα, Παθητική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
κάθομαι | καθόμαστε |
κάθεσαι | καθόσαστε, κάθεστε |
κάθεται | κάθονται |
Παρατατικός | |
---|---|
καθόμουν, καθόμουνα | καθόμασταν, καθόμαστε |
καθόσουν, καθόσουνα | καθόσασταν, καθόσαστε |
καθόταν, καθότανε | καθόντανε, καθόντουσαν, κάθονταν |
Αόριστος | |
---|---|
έκατσα, κάθισα | καθίσαμε, κάτσαμε |
έκατσες, κάθισες | καθίσατε, κάτσατε |
έκατσε, κάθισε | καθίσανε, έκατσαν, κάθισαν, κάτσανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κάθομαι | θα καθόμαστε |
θα κάθεσαι | θα καθόσαστε, κάθεστε |
θα κάθεται | θα κάθονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα καθίσω, κάτσω | θα καθίσομε, καθίσουμε, κάτσομε, κάτσουμε |
θα καθίσεις, κάτσεις | θα καθίσετε, κάτσετε |
θα καθίσει, κάτσει | θα καθίσουν, καθίσουνε, κάτσουν, κάτσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω καθίσει, κάτσει | έχω καθισμένος, καθισμένη, καθισμένο, καθισμένου, καθισμένης, καθισμένε, καθισμένοι, καθισμένες, καθισμένα, καθισμένων, καθισμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω καθίσει, κάτσει | θα έχω καθισμένος, καθισμένη, καθισμένο, καθισμένου, καθισμένης, καθισμένε, καθισμένοι, καθισμένες, καθισμένα, καθισμένων, καθισμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κάθομαι | να καθόμαστε |
να κάθεσαι | να καθόσαστε, κάθεστε |
να κάθεται | να κάθονται |
Αόριστος | |
---|---|
να καθίσω, κάτσω | να καθίσομε, καθίσουμε, κάτσομε, κάτσουμε |
να καθίσεις, κάτσεις | να καθίσετε, κάτσετε |
να καθίσει, κάτσει | να καθίσουν, καθίσουνε, κάτσουν, κάτσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω καθίσει, κάτσει | να έχω καθισμένος, καθισμένη, καθισμένο, καθισμένου, καθισμένης, καθισμένε, καθισμένοι, καθισμένες, καθισμένα, καθισμένων, καθισμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | κάθεστε |
Αόριστος | |
---|---|
κάθισε, κάτσε | καθίστε, κάτσετε |
- |
καθισμένος, καθισμένη, καθισμένο, καθισμένου, καθισμένης, καθισμένε, καθισμένοι, καθισμένες, καθισμένα, καθισμένων, καθισμένους |
καθίζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
καθίζω | καθίζομε, καθίζουμε |
καθίζεις | καθίζετε |
καθίζει | καθίζουν, καθίζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
κάθιζα | καθίζαμε |
κάθιζες | καθίζατε |
κάθιζε | καθίζανε, κάθιζαν |
Αόριστος | |
---|---|
κάθισα | καθίσαμε |
κάθισες | καθίσατε |
κάθισε | καθίσανε, κάθισαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα καθίζω | θα καθίζομε, καθίζουμε |
θα καθίζεις | θα καθίζετε |
θα καθίζει | θα καθίζουν, καθίζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω καθίσει | έχω καθιζόμενος, καθιζόμενη, καθιζόμενο, καθιζόμενου, καθιζόμενης, καθιζόμενε, καθιζόμενοι, καθιζόμενες, καθιζόμενα, καθιζόμενων, καθιζόμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω καθίσει | θα έχω καθιζόμενος, καθιζόμενη, καθιζόμενο, καθιζόμενου, καθιζόμενης, καθιζόμενε, καθιζόμενοι, καθιζόμενες, καθιζόμενα, καθιζόμενων, καθιζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να καθίζω | να καθίζομε, καθίζουμε |
να καθίζεις | να καθίζετε |
να καθίζει | να καθίζουν, καθίζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω καθίσει | να έχω καθιζόμενος, καθιζόμενη, καθιζόμενο, καθιζόμενου, καθιζόμενης, καθιζόμενε, καθιζόμενοι, καθιζόμενες, καθιζόμενα, καθιζόμενων, καθιζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
κάθιζε | - |
Αόριστος | |
---|---|
κάθισε | καθίστε |
καθίζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας καθίσει | έχοντας καθιζόμενος, καθιζόμενη, καθιζόμενο, καθιζόμενου, καθιζόμενης, καθιζόμενε, καθιζόμενοι, καθιζόμενες, καθιζόμενα, καθιζόμενων, καθιζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
καθίζομαι | καθιζόμαστε |
καθίζεσαι | καθιζόσαστε, καθίζεστε |
καθίζεται | καθίζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
καθιζόμουν, καθιζόμουνα | καθιζόμασταν, καθιζόμαστε |
καθιζόσουν, καθιζόσουνα | καθιζόσασταν, καθιζόσαστε |
καθιζόταν, καθιζότανε | καθιζόντανε, καθιζόντουσαν, καθίζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
καθίστηκα, *καθίσθηκα | καθιστήκαμε, *καθισθήκαμε |
καθίστηκες, *καθίσθηκες | καθιστήκατε, *καθισθήκατε |
καθίστηκε, *καθίσθηκε | καθιστήκανε, καθίστηκαν, *καθισθήκαν, *καθισθήκανε, *καθίσθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα καθίζομαι | θα καθιζόμαστε |
θα καθίζεσαι | θα καθιζόσαστε, καθίζεστε |
θα καθίζεται | θα καθίζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα καθιστώ | θα καθιστούμε |
θα καθιστείς | θα καθιστείτε |
θα καθιστεί | θα καθιστούν, καθιστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω καθιστεί | έχω καθισμένος, καθισμένη, καθισμένο, καθισμένου, καθισμένης, καθισμένε, καθισμένοι, καθισμένες, καθισμένα, καθισμένων, καθισμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω καθιστεί | θα έχω καθισμένος, καθισμένη, καθισμένο, καθισμένου, καθισμένης, καθισμένε, καθισμένοι, καθισμένες, καθισμένα, καθισμένων, καθισμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να καθίζομαι | να καθιζόμαστε |
να καθίζεσαι | να καθιζόσαστε, καθίζεστε |
να καθίζεται | να καθίζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να καθιστώ | να καθιστούμε |
να καθιστείς | να καθιστείτε |
να καθιστεί | να καθιστούν, καθιστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω καθιστεί | να έχω καθισμένος, καθισμένη, καθισμένο, καθισμένου, καθισμένης, καθισμένε, καθισμένοι, καθισμένες, καθισμένα, καθισμένων, καθισμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | καθίζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
καθίσου | καθιστείτε |
καθιζόμενος, καθιζόμενη, καθιζόμενο, καθιζόμενου, καθιζόμενης, καθιζόμενε, καθιζόμενοι, καθιζόμενες, καθιζόμενα, καθιζόμενων, καθιζόμενους |
καθισμένος, καθισμένη, καθισμένο, καθισμένου, καθισμένης, καθισμένε, καθισμένοι, καθισμένες, καθισμένα, καθισμένων, καθισμένους |