без примеровНайдено в 1 словаре
Греческо-русский словарь- Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.
- Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.
βρέχω
см. также βρέχομαι
мочить; смачивать
απρόσ. идёт дождь
орошать; поливать
Добавить в мой словарь
Не найденоПереводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
βρέχω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
βρέχω | βρέχομε, βρέχουμε |
βρέχεις | βρέχετε |
βρέχει | βρέχουν, βρέχουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
έβρεχα | βρέχαμε |
έβρεχες | βρέχατε |
έβρεχε | έβρεχαν, βρέχανε |
Αόριστος | |
---|---|
έβρεξα | βρέξαμε |
έβρεξες | βρέξατε |
έβρεξε | έβρεξαν, βρέξανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα βρέχω | θα βρέχομε, βρέχουμε |
θα βρέχεις | θα βρέχετε |
θα βρέχει | θα βρέχουν, βρέχουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω βρέξει | έχω βρέχόμενος, βρέχόμενη, βρέχόμενο, βρέχόμενου, βρέχόμενης, βρέχόμενε, βρέχόμενοι, βρέχόμενες, βρέχόμενα, βρέχόμενων, βρέχόμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω βρέξει | θα έχω βρέχόμενος, βρέχόμενη, βρέχόμενο, βρέχόμενου, βρέχόμενης, βρέχόμενε, βρέχόμενοι, βρέχόμενες, βρέχόμενα, βρέχόμενων, βρέχόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να βρέχω | να βρέχομε, βρέχουμε |
να βρέχεις | να βρέχετε |
να βρέχει | να βρέχουν, βρέχουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω βρέξει | να έχω βρέχόμενος, βρέχόμενη, βρέχόμενο, βρέχόμενου, βρέχόμενης, βρέχόμενε, βρέχόμενοι, βρέχόμενες, βρέχόμενα, βρέχόμενων, βρέχόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
βρεχε, βρέχε | βρέχετε |
Αόριστος | |
---|---|
βρεξε, βρέξε | βρέξτε |
βρέχοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας βρέξει | έχοντας βρέχόμενος, βρέχόμενη, βρέχόμενο, βρέχόμενου, βρέχόμενης, βρέχόμενε, βρέχόμενοι, βρέχόμενες, βρέχόμενα, βρέχόμενων, βρέχόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
βρέχομαι | βρεχόμαστε |
βρέχεσαι | βρεχόσαστε, βρέχεστε |
βρέχεται | βρέχονται |
Παρατατικός | |
---|---|
βρεχόμουν, βρεχόμουνα | βρεχόμασταν, βρεχόμαστε |
βρεχόσουν, βρεχόσουνα | βρεχόσασταν, βρεχόσαστε |
βρεχόταν, βρεχότανε | βρεχόντανε, βρεχόντουσαν, βρέχονταν |
Αόριστος | |
---|---|
βρέχτηκα | βρεχτήκαμε |
βρέχτηκες | βρεχτήκατε |
βρέχτηκε | βρεχτήκανε, βρέχτηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα βρέχομαι | θα βρεχόμαστε |
θα βρέχεσαι | θα βρεχόσαστε, βρέχεστε |
θα βρέχεται | θα βρέχονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα βρεχτώ | θα βρεχτούμε |
θα βρεχτείς | θα βρεχτείτε |
θα βρεχτεί | θα βρεχτούν, βρεχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω βρεχτεί | έχω βρεγμένος, βρεγμένη, βρεγμένο, βρεγμένου, βρεγμένης, βρεγμένε, βρεγμένοι, βρεγμένες, βρεγμένα, βρεγμένων, βρεγμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω βρεχτεί | θα έχω βρεγμένος, βρεγμένη, βρεγμένο, βρεγμένου, βρεγμένης, βρεγμένε, βρεγμένοι, βρεγμένες, βρεγμένα, βρεγμένων, βρεγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να βρέχομαι | να βρεχόμαστε |
να βρέχεσαι | να βρεχόσαστε, βρέχεστε |
να βρέχεται | να βρέχονται |
Αόριστος | |
---|---|
να βρεχτώ | να βρεχτούμε |
να βρεχτείς | να βρεχτείτε |
να βρεχτεί | να βρεχτούν, βρεχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω βρεχτεί | να έχω βρεγμένος, βρεγμένη, βρεγμένο, βρεγμένου, βρεγμένης, βρεγμένε, βρεγμένοι, βρεγμένες, βρεγμένα, βρεγμένων, βρεγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | βρέχεστε |
Αόριστος | |
---|---|
βρέξου | βρεχτείτε |
βρέχόμενος, βρέχόμενη, βρέχόμενο, βρέχόμενου, βρέχόμενης, βρέχόμενε, βρέχόμενοι, βρέχόμενες, βρέχόμενα, βρέχόμενων, βρέχόμενους |
βρεγμένος, βρεγμένη, βρεγμένο, βρεγμένου, βρεγμένης, βρεγμένε, βρεγμένοι, βρεγμένες, βρεγμένα, βρεγμένων, βρεγμένους |