Добавить в мой словарь
Не найденоПереводы пользователей
Существительное
- 1.
меланхолия, грусть
Перевод добавил Светлана Андреева
Формы слова
μελαγχολίας
ουσιαστικό, αρσενικό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | ο μελαγχολίας | οι μελαγχολίες |
Γενική | του μελαγχολία | των μελαγχολιών |
Αιτιατική | τον μελαγχολία, μελαγχολίαν | τους μελαγχολίες |
Κλητική | μελαγχολία | μελαγχολίες |
μελαγχολία
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η μελαγχολία | οι μελαγχολίες |
Γενική | της μελαγχολίας | των μελαγχολιών |
Αιτιατική | τη(ν) μελαγχολία, μελαγχολίαν | τις μελαγχολίες |
Κλητική | μελαγχολία | μελαγχολίες |