Add to my dictionary
Not foundUser translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
μεροδούλι
ουσιαστικό, ουδέτερο
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | το μεροδούλι | τα μεροδούλια |
Γενική | του - | των - |
Αιτιατική | το μεροδούλι | τα μεροδούλια |
Κλητική | μεροδούλι | μεροδούλια |