without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
μοιάζω
быть похожим, походить
Add to my dictionary
μοιάζω
быть похо́жим; походи́ть
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
μοιάζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
μοιάζω | μοιάζομε, μοιάζουμε |
μοιάζεις | μοιάζετε |
μοιάζει | μοιάζουν, μοιάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
έμοιαζα | μοιάζαμε |
έμοιαζες | μοιάζατε |
έμοιαζε | έμοιαζαν, μοιάζανε |
Αόριστος | |
---|---|
έμοιασα | μοιάσαμε |
έμοιασες | μοιάσατε |
έμοιασε | έμοιασαν, μοιάσανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα μοιάζω | θα μοιάζομε, μοιάζουμε |
θα μοιάζεις | θα μοιάζετε |
θα μοιάζει | θα μοιάζουν, μοιάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω μοιάσει | έχω μοιαζόμενος, μοιαζόμενη, μοιαζόμενο, μοιαζόμενου, μοιαζόμενης, μοιαζόμενε, μοιαζόμενοι, μοιαζόμενες, μοιαζόμενα, μοιαζόμενων, μοιαζόμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω μοιάσει | θα έχω μοιαζόμενος, μοιαζόμενη, μοιαζόμενο, μοιαζόμενου, μοιαζόμενης, μοιαζόμενε, μοιαζόμενοι, μοιαζόμενες, μοιαζόμενα, μοιαζόμενων, μοιαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να μοιάζω | να μοιάζομε, μοιάζουμε |
να μοιάζεις | να μοιάζετε |
να μοιάζει | να μοιάζουν, μοιάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω μοιάσει | να έχω μοιαζόμενος, μοιαζόμενη, μοιαζόμενο, μοιαζόμενου, μοιαζόμενης, μοιαζόμενε, μοιαζόμενοι, μοιαζόμενες, μοιαζόμενα, μοιαζόμενων, μοιαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
μοιαζε, μοιάζε | μοιάζετε |
Αόριστος | |
---|---|
μοιασε, μοιάσε | μοιάστε |
μοιάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας μοιάσει | έχοντας μοιαζόμενος, μοιαζόμενη, μοιαζόμενο, μοιαζόμενου, μοιαζόμενης, μοιαζόμενε, μοιαζόμενοι, μοιαζόμενες, μοιαζόμενα, μοιαζόμενων, μοιαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
μοιάζομαι | μοιαζόμαστε |
μοιάζεσαι | μοιαζόσαστε, μοιάζεστε |
μοιάζεται | μοιάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
μοιαζόμουν, μοιαζόμουνα | μοιαζόμασταν, μοιαζόμαστε |
μοιαζόσουν, μοιαζόσουνα | μοιαζόσασταν, μοιαζόσαστε |
μοιαζόταν, μοιαζότανε | μοιαζόντανε, μοιαζόντουσαν, μοιάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
μοιάστηκα | μοιαστήκαμε |
μοιάστηκες | μοιαστήκατε |
μοιάστηκε | μοιαστήκανε, μοιάστηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα μοιάζομαι | θα μοιαζόμαστε |
θα μοιάζεσαι | θα μοιαζόσαστε, μοιάζεστε |
θα μοιάζεται | θα μοιάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα μοιαστώ | θα μοιαστούμε |
θα μοιαστείς | θα μοιαστείτε |
θα μοιαστεί | θα μοιαστούν, μοιαστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω μοιαστεί | έχω μοιασμένος, μοιασμένη, μοιασμένο, μοιασμένου, μοιασμένης, μοιασμένε, μοιασμένοι, μοιασμένες, μοιασμένα, μοιασμένων, μοιασμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω μοιαστεί | θα έχω μοιασμένος, μοιασμένη, μοιασμένο, μοιασμένου, μοιασμένης, μοιασμένε, μοιασμένοι, μοιασμένες, μοιασμένα, μοιασμένων, μοιασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να μοιάζομαι | να μοιαζόμαστε |
να μοιάζεσαι | να μοιαζόσαστε, μοιάζεστε |
να μοιάζεται | να μοιάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να μοιαστώ | να μοιαστούμε |
να μοιαστείς | να μοιαστείτε |
να μοιαστεί | να μοιαστούν, μοιαστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω μοιαστεί | να έχω μοιασμένος, μοιασμένη, μοιασμένο, μοιασμένου, μοιασμένης, μοιασμένε, μοιασμένοι, μοιασμένες, μοιασμένα, μοιασμένων, μοιασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | μοιάζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
μοιάσου | μοιαστείτε |
μοιαζόμενος, μοιαζόμενη, μοιαζόμενο, μοιαζόμενου, μοιαζόμενης, μοιαζόμενε, μοιαζόμενοι, μοιαζόμενες, μοιαζόμενα, μοιαζόμενων, μοιαζόμενους |
μοιασμένος, μοιασμένη, μοιασμένο, μοιασμένου, μοιασμένης, μοιασμένε, μοιασμένοι, μοιασμένες, μοιασμένα, μοιασμένων, μοιασμένους |