without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ονομάζω
см. также ονομάζομαι
давать имя, называть
Add to my dictionary
Not foundUser translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ονομάζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
ονομάζω | ονομάζομε, ονομάζουμε |
ονομάζεις | ονομάζετε |
ονομάζει | ονομάζουν, ονομάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
ονόμαζα | ονομάζαμε |
ονόμαζες | ονομάζατε |
ονόμαζε | ονομάζανε, ονόμαζαν |
Αόριστος | |
---|---|
ονόμασα | ονομάσαμε |
ονόμασες | ονομάσατε |
ονόμασε | ονομάσανε, ονόμασαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα ονομάζω | θα ονομάζομε, ονομάζουμε |
θα ονομάζεις | θα ονομάζετε |
θα ονομάζει | θα ονομάζουν, ονομάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω ονομάσει | έχω ονομαζόμενος, ονομαζόμενη, ονομαζόμενο, ονομαζόμενου, ονομαζόμενης, ονομαζόμενε, ονομαζόμενοι, ονομαζόμενες, ονομαζόμενα, ονομαζόμενων, ονομαζόμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω ονομάσει | θα έχω ονομαζόμενος, ονομαζόμενη, ονομαζόμενο, ονομαζόμενου, ονομαζόμενης, ονομαζόμενε, ονομαζόμενοι, ονομαζόμενες, ονομαζόμενα, ονομαζόμενων, ονομαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να ονομάζω | να ονομάζομε, ονομάζουμε |
να ονομάζεις | να ονομάζετε |
να ονομάζει | να ονομάζουν, ονομάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω ονομάσει | να έχω ονομαζόμενος, ονομαζόμενη, ονομαζόμενο, ονομαζόμενου, ονομαζόμενης, ονομαζόμενε, ονομαζόμενοι, ονομαζόμενες, ονομαζόμενα, ονομαζόμενων, ονομαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
ονόμαζε | - |
Αόριστος | |
---|---|
ονόμασε | ονομάστε |
ονομάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας ονομάσει | έχοντας ονομαζόμενος, ονομαζόμενη, ονομαζόμενο, ονομαζόμενου, ονομαζόμενης, ονομαζόμενε, ονομαζόμενοι, ονομαζόμενες, ονομαζόμενα, ονομαζόμενων, ονομαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
ονομάζομαι | ονομαζόμαστε |
ονομάζεσαι | ονομαζόσαστε, ονομάζεστε |
ονομάζεται | ονομάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
ονομαζόμουν, ονομαζόμουνα | ονομαζόμασταν, ονομαζόμαστε |
ονομαζόσουν, ονομαζόσουνα | ονομαζόσασταν, ονομαζόσαστε |
ονομαζόταν, ονομαζότανε | ονομαζόντανε, ονομαζόντουσαν, ονομάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
ονομάστηκα, *ονομάσθηκα | ονομαστήκαμε, *ονομασθήκαμε |
ονομάστηκες, *ονομάσθηκες | ονομαστήκατε, *ονομασθήκατε |
ονομάστηκε, *ονομάσθηκε | ονομαστήκανε, ονομάστηκαν, *ονομασθήκαν, *ονομασθήκανε, *ονομάσθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα ονομάζομαι | θα ονομαζόμαστε |
θα ονομάζεσαι | θα ονομαζόσαστε, ονομάζεστε |
θα ονομάζεται | θα ονομάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα ονομαστώ | θα ονομαστούμε |
θα ονομαστείς | θα ονομαστείτε |
θα ονομαστεί | θα ονομαστούν, ονομαστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω ονομαστεί | έχω ονομασμένος, ονομασμένη, ονομασμένο, ονομασμένου, ονομασμένης, ονομασμένε, ονομασμένοι, ονομασμένες, ονομασμένα, ονομασμένων, ονομασμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω ονομαστεί | θα έχω ονομασμένος, ονομασμένη, ονομασμένο, ονομασμένου, ονομασμένης, ονομασμένε, ονομασμένοι, ονομασμένες, ονομασμένα, ονομασμένων, ονομασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να ονομάζομαι | να ονομαζόμαστε |
να ονομάζεσαι | να ονομαζόσαστε, ονομάζεστε |
να ονομάζεται | να ονομάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να ονομαστώ | να ονομαστούμε |
να ονομαστείς | να ονομαστείτε |
να ονομαστεί | να ονομαστούν, ονομαστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω ονομαστεί | να έχω ονομασμένος, ονομασμένη, ονομασμένο, ονομασμένου, ονομασμένης, ονομασμένε, ονομασμένοι, ονομασμένες, ονομασμένα, ονομασμένων, ονομασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | ονομάζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
ονομάσου | ονομαστείτε |
ονομαζόμενος, ονομαζόμενη, ονομαζόμενο, ονομαζόμενου, ονομαζόμενης, ονομαζόμενε, ονομαζόμενοι, ονομαζόμενες, ονομαζόμενα, ονομαζόμενων, ονομαζόμενους |
ονομασμένος, ονομασμένη, ονομασμένο, ονομασμένου, ονομασμένης, ονομασμένε, ονομασμένοι, ονομασμένες, ονομασμένα, ονομασμένων, ονομασμένους |