without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
πληροφορούμαι
см. также πληροφορώ
получать информацию; справляться, узнавать
Add to my dictionary
πληροφορούμαι
получа́ть информа́цию; справля́ться; узнава́ть
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
πληροφορούμαι
ρήμα, Παθητική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
- | - |
- | - |
- | - |
Παρατατικός | |
---|---|
- | - |
- | - |
- | - |
Αόριστος | |
---|---|
- | - |
- | - |
- | - |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω - | έχω πληροφορούμενος, πληροφορούμενη, πληροφορούμενο, πληροφορούμενου, πληροφορούμενης, πληροφορούμενε, πληροφορούμενοι, πληροφορούμενες, πληροφορούμενα, πληροφορούμενων, πληροφορούμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω - | θα έχω πληροφορούμενος, πληροφορούμενη, πληροφορούμενο, πληροφορούμενου, πληροφορούμενης, πληροφορούμενε, πληροφορούμενοι, πληροφορούμενες, πληροφορούμενα, πληροφορούμενων, πληροφορούμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω - | να έχω πληροφορούμενος, πληροφορούμενη, πληροφορούμενο, πληροφορούμενου, πληροφορούμενης, πληροφορούμενε, πληροφορούμενοι, πληροφορούμενες, πληροφορούμενα, πληροφορούμενων, πληροφορούμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | - |
Αόριστος | |
---|---|
- | - |
- |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας - | έχοντας πληροφορούμενος, πληροφορούμενη, πληροφορούμενο, πληροφορούμενου, πληροφορούμενης, πληροφορούμενε, πληροφορούμενοι, πληροφορούμενες, πληροφορούμενα, πληροφορούμενων, πληροφορούμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
πληροφορούμαι | πληροφορούμαστε |
πληροφορείσαι | πληροφορείστε |
πληροφορείται | πληροφορούνται |
Παρατατικός | |
---|---|
πληροφορούμουν | πληροφορούμαστε |
- | - |
πληροφορούταν, *πληροφορείτο | πληροφορούνταν, *πληροφορούντο |
Αόριστος | |
---|---|
πληροφορέστηκα | πληροφορεστήκαμε |
πληροφορέστηκες | πληροφορεστήκατε |
πληροφορέστηκε | πληροφορεστήκανε, πληροφορέστηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα πληροφορούμαι | θα πληροφορούμαστε |
θα πληροφορείσαι | θα πληροφορείστε |
θα πληροφορείται | θα πληροφορούνται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα πληροφορεστώ | θα πληροφορεστούμε |
θα πληροφορεστείς | θα πληροφορεστείτε |
θα πληροφορεστεί | θα πληροφορεστούν, πληροφορεστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω πληροφορεστεί | έχω πληροφορεσμένος, πληροφορεσμένη, πληροφορεσμένο, πληροφορεσμένου, πληροφορεσμένης, πληροφορεσμένε, πληροφορεσμένοι, πληροφορεσμένες, πληροφορεσμένα, πληροφορεσμένων, πληροφορεσμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω πληροφορεστεί | θα έχω πληροφορεσμένος, πληροφορεσμένη, πληροφορεσμένο, πληροφορεσμένου, πληροφορεσμένης, πληροφορεσμένε, πληροφορεσμένοι, πληροφορεσμένες, πληροφορεσμένα, πληροφορεσμένων, πληροφορεσμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να πληροφορούμαι | να πληροφορούμαστε |
να πληροφορείσαι | να πληροφορείστε |
να πληροφορείται | να πληροφορούνται |
Αόριστος | |
---|---|
να πληροφορεστώ | να πληροφορεστούμε |
να πληροφορεστείς | να πληροφορεστείτε |
να πληροφορεστεί | να πληροφορεστούν, πληροφορεστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω πληροφορεστεί | να έχω πληροφορεσμένος, πληροφορεσμένη, πληροφορεσμένο, πληροφορεσμένου, πληροφορεσμένης, πληροφορεσμένε, πληροφορεσμένοι, πληροφορεσμένες, πληροφορεσμένα, πληροφορεσμένων, πληροφορεσμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | πληροφορείστε |
Αόριστος | |
---|---|
πληροφορέσου | πληροφορεστείτε |
πληροφορούμενος, πληροφορούμενη, πληροφορούμενο, πληροφορούμενου, πληροφορούμενης, πληροφορούμενε, πληροφορούμενοι, πληροφορούμενες, πληροφορούμενα, πληροφορούμενων, πληροφορούμενους |
πληροφορεσμένος, πληροφορεσμένη, πληροφορεσμένο, πληροφορεσμένου, πληροφορεσμένης, πληροφορεσμένε, πληροφορεσμένοι, πληροφορεσμένες, πληροφορεσμένα, πληροφορεσμένων, πληροφορεσμένους |