sin ejemplosSe encuentra en 1 diccionario
El diccionario griego-ruso- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
υπερασπίζομαι
см. также υπερασπίζω
защищаться
Añadir a mi diccionario
υπερασπίζομαι
защища́ться
Traducciones de usuarios
Aún no hay traducciones del este texto.
¡Sé primero de traducirlo!
Forma de la palabra
υπερασπίζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
υπερασπίζω | υπερασπίζομε, υπερασπίζουμε |
υπερασπίζεις | υπερασπίζετε |
υπερασπίζει | υπερασπίζουν, υπερασπίζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
υπεράσπιζα | υπερασπίζαμε |
υπεράσπιζες | υπερασπίζατε |
υπεράσπιζε | υπερασπίζανε, υπεράσπιζαν |
Αόριστος | |
---|---|
υπεράσπισα | υπερασπίσαμε |
υπεράσπισες | υπερασπίσατε |
υπεράσπισε | υπερασπίσανε, υπεράσπισαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα υπερασπίζω | θα υπερασπίζομε, υπερασπίζουμε |
θα υπερασπίζεις | θα υπερασπίζετε |
θα υπερασπίζει | θα υπερασπίζουν, υπερασπίζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω υπερασπίσει | έχω υπερασπιζόμενος, υπερασπιζόμενη, υπερασπιζόμενο, υπερασπιζόμενου, υπερασπιζόμενης, υπερασπιζόμενε, υπερασπιζόμενοι, υπερασπιζόμενες, υπερασπιζόμενα, υπερασπιζόμενων, υπερασπιζόμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω υπερασπίσει | θα έχω υπερασπιζόμενος, υπερασπιζόμενη, υπερασπιζόμενο, υπερασπιζόμενου, υπερασπιζόμενης, υπερασπιζόμενε, υπερασπιζόμενοι, υπερασπιζόμενες, υπερασπιζόμενα, υπερασπιζόμενων, υπερασπιζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να υπερασπίζω | να υπερασπίζομε, υπερασπίζουμε |
να υπερασπίζεις | να υπερασπίζετε |
να υπερασπίζει | να υπερασπίζουν, υπερασπίζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω υπερασπίσει | να έχω υπερασπιζόμενος, υπερασπιζόμενη, υπερασπιζόμενο, υπερασπιζόμενου, υπερασπιζόμενης, υπερασπιζόμενε, υπερασπιζόμενοι, υπερασπιζόμενες, υπερασπιζόμενα, υπερασπιζόμενων, υπερασπιζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
υπεράσπιζε | - |
Αόριστος | |
---|---|
υπεράσπισε | υπερασπίστε |
υπερασπίζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας υπερασπίσει | έχοντας υπερασπιζόμενος, υπερασπιζόμενη, υπερασπιζόμενο, υπερασπιζόμενου, υπερασπιζόμενης, υπερασπιζόμενε, υπερασπιζόμενοι, υπερασπιζόμενες, υπερασπιζόμενα, υπερασπιζόμενων, υπερασπιζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
υπερασπίζομαι | υπερασπιζόμαστε |
υπερασπίζεσαι | υπερασπιζόσαστε, υπερασπίζεστε |
υπερασπίζεται | υπερασπίζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
υπερασπιζόμουν, υπερασπιζόμουνα | υπερασπιζόμασταν, υπερασπιζόμαστε |
υπερασπιζόσουν, υπερασπιζόσουνα | υπερασπιζόσασταν, υπερασπιζόσαστε |
υπερασπιζόταν, υπερασπιζότανε | υπερασπιζόντανε, υπερασπιζόντουσαν, υπερασπίζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
υπερασπίστηκα, *υπερασπίσθηκα | υπερασπιστήκαμε, *υπερασπισθήκαμε |
υπερασπίστηκες, *υπερασπίσθηκες | υπερασπιστήκατε, *υπερασπισθήκατε |
υπερασπίστηκε, *υπερασπίσθηκε | υπερασπιστήκανε, υπερασπίστηκαν, *υπερασπισθήκαν, *υπερασπισθήκανε, *υπερασπίσθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα υπερασπίζομαι | θα υπερασπιζόμαστε |
θα υπερασπίζεσαι | θα υπερασπιζόσαστε, υπερασπίζεστε |
θα υπερασπίζεται | θα υπερασπίζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα υπερασπιστώ | θα υπερασπιστούμε |
θα υπερασπιστείς | θα υπερασπιστείτε |
θα υπερασπιστεί | θα υπερασπιστούν, υπερασπιστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω υπερασπιστεί | έχω υπερασπισμένος, υπερασπισμένη, υπερασπισμένο, υπερασπισμένου, υπερασπισμένης, υπερασπισμένε, υπερασπισμένοι, υπερασπισμένες, υπερασπισμένα, υπερασπισμένων, υπερασπισμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω υπερασπιστεί | θα έχω υπερασπισμένος, υπερασπισμένη, υπερασπισμένο, υπερασπισμένου, υπερασπισμένης, υπερασπισμένε, υπερασπισμένοι, υπερασπισμένες, υπερασπισμένα, υπερασπισμένων, υπερασπισμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να υπερασπίζομαι | να υπερασπιζόμαστε |
να υπερασπίζεσαι | να υπερασπιζόσαστε, υπερασπίζεστε |
να υπερασπίζεται | να υπερασπίζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να υπερασπιστώ | να υπερασπιστούμε |
να υπερασπιστείς | να υπερασπιστείτε |
να υπερασπιστεί | να υπερασπιστούν, υπερασπιστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω υπερασπιστεί | να έχω υπερασπισμένος, υπερασπισμένη, υπερασπισμένο, υπερασπισμένου, υπερασπισμένης, υπερασπισμένε, υπερασπισμένοι, υπερασπισμένες, υπερασπισμένα, υπερασπισμένων, υπερασπισμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | υπερασπίζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
υπερασπίσου | υπερασπιστείτε |
υπερασπιζόμενος, υπερασπιζόμενη, υπερασπιζόμενο, υπερασπιζόμενου, υπερασπιζόμενης, υπερασπιζόμενε, υπερασπιζόμενοι, υπερασπιζόμενες, υπερασπιζόμενα, υπερασπιζόμενων, υπερασπιζόμενους |
υπερασπισμένος, υπερασπισμένη, υπερασπισμένο, υπερασπισμένου, υπερασπισμένης, υπερασπισμένε, υπερασπισμένοι, υπερασπισμένες, υπερασπισμένα, υπερασπισμένων, υπερασπισμένους |