Add to my dictionary
Not foundUser translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
εκπληρώνω
ρήμα, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
εκπληρώνω | εκπληρώνομε, εκπληρώνουμε |
εκπληρώνεις | εκπληρώνετε |
εκπληρώνει | εκπληρώνουν, εκπληρώνουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
εκπλήρωνα | εκπληρώναμε |
εκπλήρωνες | εκπληρώνατε |
εκπλήρωνε | εκπληρώνανε, εκπλήρωναν |
Αόριστος | |
---|---|
εκπλήρωσα | εκπληρώσαμε |
εκπλήρωσες | εκπληρώσατε |
εκπλήρωσε | εκπληρώσανε, εκπλήρωσαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα εκπληρώνω | θα εκπληρώνομε, εκπληρώνουμε |
θα εκπληρώνεις | θα εκπληρώνετε |
θα εκπληρώνει | θα εκπληρώνουν, εκπληρώνουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα εκπληρώνω, εκπληρώσω | θα εκπληρώνομε, εκπληρώνουμε, εκπληρώσουμε |
θα εκπληρώνεις, εκπληρώσεις | θα εκπληρώνετε, εκπληρώσετε |
θα εκπληρώνει, εκπληρώσει | θα εκπληρώνουν, εκπληρώνουνε, εκπληρώσουν, εκπληρώσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω εκπληρώσει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω εκπληρώσει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να εκπληρώνω | να εκπληρώνομε, εκπληρώνουμε |
να εκπληρώνεις | να εκπληρώνετε |
να εκπληρώνει | να εκπληρώνουν, εκπληρώνουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να εκπληρώνω, εκπληρώσω | να εκπληρώνομε, εκπληρώνουμε, εκπληρώσουμε |
να εκπληρώνεις, εκπληρώσεις | να εκπληρώνετε, εκπληρώσετε |
να εκπληρώνει, εκπληρώσει | να εκπληρώνουν, εκπληρώνουνε, εκπληρώσουν, εκπληρώσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω εκπληρώσει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
εκπλήρωνε | εκπληρώνετε |
Αόριστος | |
---|---|
εκπλήρωσε | εκπληρώστε |
εκπληρώνοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας εκπληρώσει | έχοντας - |
εκπληρώνω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
εκπληρώνω | εκπληρώνομε, εκπληρώνουμε |
εκπληρώνεις | εκπληρώνετε |
εκπληρώνει | εκπληρώνουν, εκπληρώνουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
εκπλήρωνα | εκπληρώναμε |
εκπλήρωνες | εκπληρώνατε |
εκπλήρωνε | εκπληρώνανε, εκπλήρωναν |
Αόριστος | |
---|---|
εκπλήρωσα | εκπληρώσαμε |
εκπλήρωσες | εκπληρώσατε |
εκπλήρωσε | εκπληρώσανε, εκπλήρωσαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα εκπληρώνω | θα εκπληρώνομε, εκπληρώνουμε |
θα εκπληρώνεις | θα εκπληρώνετε |
θα εκπληρώνει | θα εκπληρώνουν, εκπληρώνουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω εκπληρώσει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω εκπληρώσει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να εκπληρώνω | να εκπληρώνομε, εκπληρώνουμε |
να εκπληρώνεις | να εκπληρώνετε |
να εκπληρώνει | να εκπληρώνουν, εκπληρώνουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω εκπληρώσει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
εκπλήρωνε | εκπληρώνετε |
Αόριστος | |
---|---|
εκπλήρωσε | εκπληρώστε |
εκπληρώνοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας εκπληρώσει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
εκπληρώνομαι | εκπληρωνόμαστε |
εκπληρώνεσαι | εκπληρωνόσαστε, εκπληρώνεστε |
εκπληρώνεται | εκπληρώνονται |
Παρατατικός | |
---|---|
εκπληρωνόμουν, εκπληρωνόμουνα | εκπληρωνόμασταν |
εκπληρωνόσουν, εκπληρωνόσουνα | εκπληρωνόσασταν, εκπληρωνόσαστε |
εκπληρωνόταν, εκπληρωνότανε | εκπληρωνόντανε, εκπληρωνόντουσαν, εκπληρώνονταν |
Αόριστος | |
---|---|
εκπληρώθηκα | εκπληρωθήκαμε |
εκπληρώθηκες | εκπληρωθήκατε |
εκπληρώθηκε | εκπληρωθήκαν, εκπληρωθήκανε, εκπληρώθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα εκπληρώνομαι | θα εκπληρωνόμαστε |
θα εκπληρώνεσαι | θα εκπληρωνόσαστε, εκπληρώνεστε |
θα εκπληρώνεται | θα εκπληρώνονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα εκπληρωθώ | θα εκπληρωθούμε |
θα εκπληρωθείς | θα εκπληρωθείτε |
θα εκπληρωθεί | θα εκπληρωθούν, εκπληρωθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω εκπληρωθεί | έχω εκπληρωμένος, εκπληρωμένη, εκπληρωμένο, εκπληρωμένου, εκπληρωμένης, εκπληρωμένε, εκπληρωμένοι, εκπληρωμένες, εκπληρωμένα, εκπληρωμένων, εκπληρωμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω εκπληρωθεί | θα έχω εκπληρωμένος, εκπληρωμένη, εκπληρωμένο, εκπληρωμένου, εκπληρωμένης, εκπληρωμένε, εκπληρωμένοι, εκπληρωμένες, εκπληρωμένα, εκπληρωμένων, εκπληρωμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να εκπληρώνομαι | να εκπληρωνόμαστε |
να εκπληρώνεσαι | να εκπληρωνόσαστε, εκπληρώνεστε |
να εκπληρώνεται | να εκπληρώνονται |
Αόριστος | |
---|---|
να εκπληρωθώ | να εκπληρωθούμε |
να εκπληρωθείς | να εκπληρωθείτε |
να εκπληρωθεί | να εκπληρωθούν, εκπληρωθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω εκπληρωθεί | να έχω εκπληρωμένος, εκπληρωμένη, εκπληρωμένο, εκπληρωμένου, εκπληρωμένης, εκπληρωμένε, εκπληρωμένοι, εκπληρωμένες, εκπληρωμένα, εκπληρωμένων, εκπληρωμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | εκπληρώνεστε |
Αόριστος | |
---|---|
εκπληρώσου | εκπληρωθείτε |
- |
εκπληρωμένος, εκπληρωμένη, εκπληρωμένο, εκπληρωμένου, εκπληρωμένης, εκπληρωμένε, εκπληρωμένοι, εκπληρωμένες, εκπληρωμένα, εκπληρωμένων, εκπληρωμένους |