without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
αποδειχτικός
доказательный, убедительный
Add to my dictionary
αποδειχτικός
доказа́тельный; убеди́тельный
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
αποδειχτικός
επίθετο
| Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
| Ονοματική | αποδειχτικός | αποδειχτική | αποδειχτικό |
| Γενική | αποδειχτικού | αποδειχτικής | αποδειχτικού |
| Αιτιατική | αποδειχτικό, αποδειχτικόν | αποδειχτική, αποδειχτικήν | αποδειχτικό |
| Κλητική | αποδειχτικέ | αποδειχτική | αποδειχτικό |
| Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
| Ονοματική | αποδειχτικοί | αποδειχτικές | αποδειχτικά |
| Γενική | αποδειχτικών | αποδειχτικών | αποδειχτικών |
| Αιτιατική | αποδειχτικούς | αποδειχτικές | αποδειχτικά |
| Κλητική | αποδειχτικοί | αποδειχτικές | αποδειχτικά |
| Συγκριτικός βαθμός | αποδειχτικότερος, αποδειχτικότερη, αποδειχτικότερο |
| Υπερθετικός βαθμός | αποδειχτικότατος, αποδειχτικότατη, αποδειχτικότατο |