about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.

αράζω

причаливать, приставать (к берегу)

Add to my dictionary

αράζω
прича́ливать; пристава́ть

User translations

The part of speech is not specified

  1. 1.

    бросать якорь, причаливать, швартовать, приставать к берегу, ставить судно

    translation added by Aleksei Alekhin
    0

Word forms

αράζω

ρήμα
Ενεστώτας
αράζωαράζομε, αράζουμε
αράζειςαράζετε
αράζειαράζουν, αράζουνε
Παρατατικός
άραζααράζαμε
άραζεςαράζατε
άραζεαράζανε, άραζαν
Αόριστος
άραξααράξαμε
άραξεςαράξατε
άραξεαράξανε, άραξαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αράζω θα αράζομε, αράζουμε
θα αράζεις θα αράζετε
θα αράζει θα αράζουν, αράζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω αράξειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αράξει θα έχω -
Ενεστώτας
να αράζω να αράζομε, αράζουμε
να αράζεις να αράζετε
να αράζει να αράζουν, αράζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω αράξεινα έχω -
Ενεστώτας
άραζεαράζετε
Αόριστος
άραξεαράξτε
αράζοντας
Παρακείμενος
έχοντας αράξειέχοντας -
Ενεστώτας
αράζομαιαραζόμαστε
αράζεσαιαραζόσαστε, αράζεστε
αράζεταιαράζονται
Παρατατικός
αραζόμουν, αραζόμουνααραζόμασταν, αραζόμαστε
αραζόσουν, αραζόσουνααραζόσασταν, αραζόσαστε
αραζόταν, αραζότανεαραζόντανε, αραζόντουσαν, αράζονταν
Αόριστος
αράχτηκααραχτήκαμε
αράχτηκεςαραχτήκατε
αράχτηκεαραχτήκανε, αράχτηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αράζομαι θα αραζόμαστε
θα αράζεσαι θα αραζόσαστε, αράζεστε
θα αράζεται θα αράζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα αραχτώ θα αραχτούμε
θα αραχτείς θα αραχτείτε
θα αραχτεί θα αραχτούν, αραχτούνε
Παρακείμενος
έχω αραχτείέχω αραγμένος, αραγμένη, αραγμένο, αραγμένου, αραγμένης, αραγμένε, αραγμένοι, αραγμένες, αραγμένα, αραγμένων, αραγμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αραχτεί θα έχω αραγμένος, αραγμένη, αραγμένο, αραγμένου, αραγμένης, αραγμένε, αραγμένοι, αραγμένες, αραγμένα, αραγμένων, αραγμένους
Ενεστώτας
να αράζομαι να αραζόμαστε
να αράζεσαι να αραζόσαστε, αράζεστε
να αράζεται να αράζονται
Αόριστος
να αραχτώ να αραχτούμε
να αραχτείς να αραχτείτε
να αραχτεί να αραχτούν, αραχτούνε
Παρακείμενος
να έχω αραχτείνα έχω αραγμένος, αραγμένη, αραγμένο, αραγμένου, αραγμένης, αραγμένε, αραγμένοι, αραγμένες, αραγμένα, αραγμένων, αραγμένους
Ενεστώτας
-αράζεστε
Αόριστος
αράξουαραχτείτε
-
αραγμένος, αραγμένη, αραγμένο, αραγμένου, αραγμένης, αραγμένε, αραγμένοι, αραγμένες, αραγμένα, αραγμένων, αραγμένους