about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.

αρπάζω

  1. μετ.

    1. хватать, схватывать

    2. похищать; грабить

  2. αμετ.

    подгореть, сгореть

Add to my dictionary

αρπάζω1/3
хвата́ть; схва́тывать

User translations

No translations for this text yet.
Be the first to translate it!

Word forms

αρπάζω

ρήμα
Ενεστώτας
αρπάζωαρπάζομε, αρπάζουμε
αρπάζειςαρπάζετε
αρπάζειαρπάζουν, αρπάζουνε
Παρατατικός
άρπαζααρπάζαμε
άρπαζεςαρπάζατε
άρπαζεαρπάζανε, άρπαζαν
Αόριστος
άρπαξααρπάξαμε
άρπαξεςαρπάξατε
άρπαξεαρπάξανε, άρπαξαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αρπάζω θα αρπάζομε, αρπάζουμε
θα αρπάζεις θα αρπάζετε
θα αρπάζει θα αρπάζουν, αρπάζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω αρπάξειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αρπάξει θα έχω -
Ενεστώτας
να αρπάζω να αρπάζομε, αρπάζουμε
να αρπάζεις να αρπάζετε
να αρπάζει να αρπάζουν, αρπάζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω αρπάξεινα έχω -
Ενεστώτας
άρπαζεαρπάζετε
Αόριστος
άρπαξεαρπάξτε
αρπάζοντας
Παρακείμενος
έχοντας αρπάξειέχοντας -
Ενεστώτας
αρπάζομαιαρπαζόμαστε
αρπάζεσαιαρπαζόσαστε, αρπάζεστε
αρπάζεταιαρπάζονται
Παρατατικός
αρπαζόμουν, αρπαζόμουνααρπαζόμασταν, αρπαζόμαστε
αρπαζόσουν, αρπαζόσουνααρπαζόσασταν, αρπαζόσαστε
αρπαζόταν, αρπαζότανεαρπαζόντανε, αρπαζόντουσαν, αρπάζονταν
Αόριστος
αρπάχτηκααρπαχτήκαμε
αρπάχτηκεςαρπαχτήκατε
αρπάχτηκεαρπαχτήκανε, αρπάχτηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αρπάζομαι θα αρπαζόμαστε
θα αρπάζεσαι θα αρπαζόσαστε, αρπάζεστε
θα αρπάζεται θα αρπάζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα αρπαχτώ θα αρπαχτούμε
θα αρπαχτείς θα αρπαχτείτε
θα αρπαχτεί θα αρπαχτούν, αρπαχτούνε
Παρακείμενος
έχω αρπαχτείέχω αρπαγμένος, αρπαγμένη, αρπαγμένο, αρπαγμένου, αρπαγμένης, αρπαγμένε, αρπαγμένοι, αρπαγμένες, αρπαγμένα, αρπαγμένων, αρπαγμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αρπαχτεί θα έχω αρπαγμένος, αρπαγμένη, αρπαγμένο, αρπαγμένου, αρπαγμένης, αρπαγμένε, αρπαγμένοι, αρπαγμένες, αρπαγμένα, αρπαγμένων, αρπαγμένους
Ενεστώτας
να αρπάζομαι να αρπαζόμαστε
να αρπάζεσαι να αρπαζόσαστε, αρπάζεστε
να αρπάζεται να αρπάζονται
Αόριστος
να αρπαχτώ να αρπαχτούμε
να αρπαχτείς να αρπαχτείτε
να αρπαχτεί να αρπαχτούν, αρπαχτούνε
Παρακείμενος
να έχω αρπαχτείνα έχω αρπαγμένος, αρπαγμένη, αρπαγμένο, αρπαγμένου, αρπαγμένης, αρπαγμένε, αρπαγμένοι, αρπαγμένες, αρπαγμένα, αρπαγμένων, αρπαγμένους
Ενεστώτας
-αρπάζεστε
Αόριστος
αρπάξουαρπαχτείτε
-
αρπαγμένος, αρπαγμένη, αρπαγμένο, αρπαγμένου, αρπαγμένης, αρπαγμένε, αρπαγμένοι, αρπαγμένες, αρπαγμένα, αρπαγμένων, αρπαγμένους