without examplesFound in 1 dictionary
Add to my dictionary
αυγό
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
αυγό
ουσιαστικό, ουδέτερο
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | το αυγό | τα αυγά |
| Γενική | του αυγού | των αυγών |
| Αιτιατική | το αυγό | τα αυγά |
| Κλητική | αυγό | αυγά |