without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
αυτός
= αυτή; αυτό
он, она, оно
этот (эта, это)
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
αυτός
αντωνυμίο
| Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
| Ονοματική | αυτός | αυτή | αυτό |
| Γενική | αυτού | αυτής | αυτού |
| Αιτιατική | αυτόν | αυτή, αυτήν | αυτό |
| Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
| Ονοματική | αυτοί | αυτές | αυτά |
| Γενική | αυτών | αυτών | αυτών |
| Αιτιατική | αυτούς | αυτές | αυτά |