without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
αχώριστος
неразлучный
Add to my dictionary
αχώριστος
неразлу́чныйExamples
αχώριστοι φίλοι — неразлучные друзья
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
αχώριστος
επίθετο
| Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
| Ονοματική | αχώριστος | αχώριστη | αχώριστο |
| Γενική | αχώριστου | αχώριστης | αχώριστου |
| Αιτιατική | αχώριστο | αχώριστη | αχώριστο |
| Κλητική | αχώριστε | αχώριστη | αχώριστο |
| Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
| Ονοματική | αχώριστοι | αχώριστες | αχώριστα |
| Γενική | αχώριστων | αχώριστων | αχώριστων |
| Αιτιατική | αχώριστους | αχώριστες | αχώριστα |
| Κλητική | αχώριστοι | αχώριστες | αχώριστα |
| Συγκριτικός βαθμός | - |
| Υπερθετικός βαθμός | - |