about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • dicts.universal_el_ru.description

βράζω

  1. μετ.

    кипятить; варить

  2. αμετ.

    1. вариться, развариваться

    2. бродить (о вине и т.п.)

    3. кипеть, пениться (о море)

Add to my dictionary

βράζω1/4
кипяти́ть; вари́ть

User translations

No translations for this text yet.
Be the first to translate it!

Word forms

βράζω

ρήμα
Ενεστώτας
βράζωβράζομε, βράζουμε
βράζειςβράζετε
βράζειβράζουν, βράζουνε
Παρατατικός
έβραζαβράζαμε
έβραζεςβράζατε
έβραζεέβραζαν, βράζανε
Αόριστος
έβρασαβράσαμε
έβρασεςβράσατε
έβρασεέβρασαν, βράσανε
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα βράζω θα βράζομε, βράζουμε
θα βράζεις θα βράζετε
θα βράζει θα βράζουν, βράζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω βράσειέχω βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω βράσει θα έχω βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους
Ενεστώτας
να βράζω να βράζομε, βράζουμε
να βράζεις να βράζετε
να βράζει να βράζουν, βράζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω βράσεινα έχω βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους
Ενεστώτας
βραζε, βράζεβράζετε
Αόριστος
βρασε, βράσεβράστε
βράζοντας
Παρακείμενος
έχοντας βράσειέχοντας βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους
Ενεστώτας
βράζομαιβραζόμαστε
βράζεσαιβραζόσαστε, βράζεστε
βράζεταιβράζονται
Παρατατικός
βραζόμουν, βραζόμουναβραζόμασταν, βραζόμαστε
βραζόσουν, βραζόσουναβραζόσασταν, βραζόσαστε
βραζόταν, βραζότανεβραζόντανε, βραζόντουσαν, βράζονταν
Αόριστος
βράστηκαβραστήκαμε
βράστηκεςβραστήκατε
βράστηκεβραστήκανε, βράστηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα βράζομαι θα βραζόμαστε
θα βράζεσαι θα βραζόσαστε, βράζεστε
θα βράζεται θα βράζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα βραστώ θα βραστούμε
θα βραστείς θα βραστείτε
θα βραστεί θα βραστούν, βραστούνε
Παρακείμενος
έχω βραστείέχω βρασμένος, βρασμένη, βρασμένο, βρασμένου, βρασμένης, βρασμένε, βρασμένοι, βρασμένες, βρασμένα, βρασμένων, βρασμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω βραστεί θα έχω βρασμένος, βρασμένη, βρασμένο, βρασμένου, βρασμένης, βρασμένε, βρασμένοι, βρασμένες, βρασμένα, βρασμένων, βρασμένους
Ενεστώτας
να βράζομαι να βραζόμαστε
να βράζεσαι να βραζόσαστε, βράζεστε
να βράζεται να βράζονται
Αόριστος
να βραστώ να βραστούμε
να βραστείς να βραστείτε
να βραστεί να βραστούν, βραστούνε
Παρακείμενος
να έχω βραστείνα έχω βρασμένος, βρασμένη, βρασμένο, βρασμένου, βρασμένης, βρασμένε, βρασμένοι, βρασμένες, βρασμένα, βρασμένων, βρασμένους
Ενεστώτας
-βράζεστε
Αόριστος
βράσουβραστείτε
βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους
βρασμένος, βρασμένη, βρασμένο, βρασμένου, βρασμένης, βρασμένε, βρασμένοι, βρασμένες, βρασμένα, βρασμένων, βρασμένους