without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
βράζω
μετ.
кипятить; варить
αμετ.
вариться, развариваться
бродить (о вине и т.п.)
кипеть, пениться (о море)
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
βράζω
ρήμα
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| βράζω | βράζομε, βράζουμε |
| βράζεις | βράζετε |
| βράζει | βράζουν, βράζουνε |
| Παρατατικός | |
|---|---|
| έβραζα | βράζαμε |
| έβραζες | βράζατε |
| έβραζε | έβραζαν, βράζανε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| έβρασα | βράσαμε |
| έβρασες | βράσατε |
| έβρασε | έβρασαν, βράσανε |
| Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
|---|---|
| θα βράζω | θα βράζομε, βράζουμε |
| θα βράζεις | θα βράζετε |
| θα βράζει | θα βράζουν, βράζουνε |
| Στιγμιαίος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα - | θα - |
| θα - | θα - |
| θα - | θα - |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| έχω βράσει | έχω βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους |
| Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα έχω βράσει | θα έχω βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| να βράζω | να βράζομε, βράζουμε |
| να βράζεις | να βράζετε |
| να βράζει | να βράζουν, βράζουνε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| να - | να - |
| να - | να - |
| να - | να - |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| να έχω βράσει | να έχω βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| βραζε, βράζε | βράζετε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| βρασε, βράσε | βράστε |
| βράζοντας |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| έχοντας βράσει | έχοντας βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| βράζομαι | βραζόμαστε |
| βράζεσαι | βραζόσαστε, βράζεστε |
| βράζεται | βράζονται |
| Παρατατικός | |
|---|---|
| βραζόμουν, βραζόμουνα | βραζόμασταν, βραζόμαστε |
| βραζόσουν, βραζόσουνα | βραζόσασταν, βραζόσαστε |
| βραζόταν, βραζότανε | βραζόντανε, βραζόντουσαν, βράζονταν |
| Αόριστος | |
|---|---|
| βράστηκα | βραστήκαμε |
| βράστηκες | βραστήκατε |
| βράστηκε | βραστήκανε, βράστηκαν |
| Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
|---|---|
| θα βράζομαι | θα βραζόμαστε |
| θα βράζεσαι | θα βραζόσαστε, βράζεστε |
| θα βράζεται | θα βράζονται |
| Στιγμιαίος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα βραστώ | θα βραστούμε |
| θα βραστείς | θα βραστείτε |
| θα βραστεί | θα βραστούν, βραστούνε |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| έχω βραστεί | έχω βρασμένος, βρασμένη, βρασμένο, βρασμένου, βρασμένης, βρασμένε, βρασμένοι, βρασμένες, βρασμένα, βρασμένων, βρασμένους |
| Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα έχω βραστεί | θα έχω βρασμένος, βρασμένη, βρασμένο, βρασμένου, βρασμένης, βρασμένε, βρασμένοι, βρασμένες, βρασμένα, βρασμένων, βρασμένους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| να βράζομαι | να βραζόμαστε |
| να βράζεσαι | να βραζόσαστε, βράζεστε |
| να βράζεται | να βράζονται |
| Αόριστος | |
|---|---|
| να βραστώ | να βραστούμε |
| να βραστείς | να βραστείτε |
| να βραστεί | να βραστούν, βραστούνε |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| να έχω βραστεί | να έχω βρασμένος, βρασμένη, βρασμένο, βρασμένου, βρασμένης, βρασμένε, βρασμένοι, βρασμένες, βρασμένα, βρασμένων, βρασμένους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| - | βράζεστε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| βράσου | βραστείτε |
| βραζόμενος, βραζόμενη, βραζόμενο, βραζόμενου, βραζόμενης, βραζόμενε, βραζόμενοι, βραζόμενες, βραζόμενα, βραζόμενων, βραζόμενους |
| βρασμένος, βρασμένη, βρασμένο, βρασμένου, βρασμένης, βρασμένε, βρασμένοι, βρασμένες, βρασμένα, βρασμένων, βρασμένους |