about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.

γυμνάζομαι

см. также γυμνάζω

тренироваться, упражняться

Add to my dictionary

γυμνάζομαι
тренирова́ться; упражня́ться

User translations

No translations for this text yet.
Be the first to translate it!

Word forms

γυμνάζω

ρήμα
Ενεστώτας
γυμνάζωγυμνάζομε, γυμνάζουμε
γυμνάζειςγυμνάζετε
γυμνάζειγυμνάζουν, γυμνάζουνε
Παρατατικός
γύμναζαγυμνάζαμε
γύμναζεςγυμνάζατε
γύμναζεγυμνάζανε, γύμναζαν
Αόριστος
γύμνασαγυμνάσαμε
γύμνασεςγυμνάσατε
γύμνασεγυμνάσανε, γύμνασαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα γυμνάζω θα γυμνάζομε, γυμνάζουμε
θα γυμνάζεις θα γυμνάζετε
θα γυμνάζει θα γυμνάζουν, γυμνάζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω γυμνάσειέχω γυμναζόμενος, γυμναζόμενη, γυμναζόμενο, γυμναζόμενου, γυμναζόμενης, γυμναζόμενε, γυμναζόμενοι, γυμναζόμενες, γυμναζόμενα, γυμναζόμενων, γυμναζόμενους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω γυμνάσει θα έχω γυμναζόμενος, γυμναζόμενη, γυμναζόμενο, γυμναζόμενου, γυμναζόμενης, γυμναζόμενε, γυμναζόμενοι, γυμναζόμενες, γυμναζόμενα, γυμναζόμενων, γυμναζόμενους
Ενεστώτας
να γυμνάζω να γυμνάζομε, γυμνάζουμε
να γυμνάζεις να γυμνάζετε
να γυμνάζει να γυμνάζουν, γυμνάζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω γυμνάσεινα έχω γυμναζόμενος, γυμναζόμενη, γυμναζόμενο, γυμναζόμενου, γυμναζόμενης, γυμναζόμενε, γυμναζόμενοι, γυμναζόμενες, γυμναζόμενα, γυμναζόμενων, γυμναζόμενους
Ενεστώτας
γύμναζε-
Αόριστος
γύμνασεγυμνάστε
γυμνάζοντας
Παρακείμενος
έχοντας γυμνάσειέχοντας γυμναζόμενος, γυμναζόμενη, γυμναζόμενο, γυμναζόμενου, γυμναζόμενης, γυμναζόμενε, γυμναζόμενοι, γυμναζόμενες, γυμναζόμενα, γυμναζόμενων, γυμναζόμενους
Ενεστώτας
γυμνάζομαιγυμναζόμαστε
γυμνάζεσαιγυμναζόσαστε, γυμνάζεστε
γυμνάζεταιγυμνάζονται
Παρατατικός
γυμναζόμουν, γυμναζόμουναγυμναζόμασταν, γυμναζόμαστε
γυμναζόσουν, γυμναζόσουναγυμναζόσασταν, γυμναζόσαστε
γυμναζόταν, γυμναζότανεγυμναζόντανε, γυμναζόντουσαν, γυμνάζονταν
Αόριστος
γυμνάστηκα, *γυμνάσθηκαγυμναστήκαμε, *γυμνασθήκαμε
γυμνάστηκες, *γυμνάσθηκεςγυμναστήκατε, *γυμνασθήκατε
γυμνάστηκε, *γυμνάσθηκεγυμναστήκανε, γυμνάστηκαν, *γυμνασθήκαν, *γυμνασθήκανε, *γυμνάσθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα γυμνάζομαι θα γυμναζόμαστε
θα γυμνάζεσαι θα γυμναζόσαστε, γυμνάζεστε
θα γυμνάζεται θα γυμνάζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα γυμναστώ θα γυμναστούμε
θα γυμναστείς θα γυμναστείτε
θα γυμναστεί θα γυμναστούν, γυμναστούνε
Παρακείμενος
έχω γυμναστείέχω γυμνασμένος, γυμνασμένη, γυμνασμένο, γυμνασμένου, γυμνασμένης, γυμνασμένε, γυμνασμένοι, γυμνασμένες, γυμνασμένα, γυμνασμένων, γυμνασμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω γυμναστεί θα έχω γυμνασμένος, γυμνασμένη, γυμνασμένο, γυμνασμένου, γυμνασμένης, γυμνασμένε, γυμνασμένοι, γυμνασμένες, γυμνασμένα, γυμνασμένων, γυμνασμένους
Ενεστώτας
να γυμνάζομαι να γυμναζόμαστε
να γυμνάζεσαι να γυμναζόσαστε, γυμνάζεστε
να γυμνάζεται να γυμνάζονται
Αόριστος
να γυμναστώ να γυμναστούμε
να γυμναστείς να γυμναστείτε
να γυμναστεί να γυμναστούν, γυμναστούνε
Παρακείμενος
να έχω γυμναστείνα έχω γυμνασμένος, γυμνασμένη, γυμνασμένο, γυμνασμένου, γυμνασμένης, γυμνασμένε, γυμνασμένοι, γυμνασμένες, γυμνασμένα, γυμνασμένων, γυμνασμένους
Ενεστώτας
-γυμνάζεστε
Αόριστος
γυμνάσουγυμναστείτε
γυμναζόμενος, γυμναζόμενη, γυμναζόμενο, γυμναζόμενου, γυμναζόμενης, γυμναζόμενε, γυμναζόμενοι, γυμναζόμενες, γυμναζόμενα, γυμναζόμενων, γυμναζόμενους
γυμνασμένος, γυμνασμένη, γυμνασμένο, γυμνασμένου, γυμνασμένης, γυμνασμένε, γυμνασμένοι, γυμνασμένες, γυμνασμένα, γυμνασμένων, γυμνασμένους