without examplesFound in 1 dictionary
Add to my dictionary
εσάρπα
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
εσάρπα
ουσιαστικό, θηλυκό
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | η εσάρπα | οι εσάρπες |
| Γενική | της εσάρπας | των εσαρπών |
| Αιτιατική | τη(ν) εσάρπα, εσάρπαν | τις εσάρπες |
| Κλητική | εσάρπα | εσάρπες |