without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
εφαρμόζω
собирать, монтировать
осуществлять, внедрять; вводить в действие (закон и т.п.)
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
εφαρμόζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
εφαρμόζω | εφαρμόζομε, εφαρμόζουμε |
εφαρμόζεις | εφαρμόζετε |
εφαρμόζει | εφαρμόζουν, εφαρμόζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
εφάρμοζα | εφαρμόζαμε |
εφάρμοζες | εφαρμόζατε |
εφάρμοζε | εφαρμόζανε, εφάρμοζαν |
Αόριστος | |
---|---|
εφάρμοσα | εφαρμόσαμε |
εφάρμοσες | εφαρμόσατε |
εφάρμοσε | εφαρμόσανε, εφάρμοσαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα εφαρμόζω | θα εφαρμόζομε, εφαρμόζουμε |
θα εφαρμόζεις | θα εφαρμόζετε |
θα εφαρμόζει | θα εφαρμόζουν, εφαρμόζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω εφαρμόσει | έχω εφαρμοζόμενος, εφαρμοζόμενη, εφαρμοζόμενο, εφαρμοζόμενου, εφαρμοζόμενης, εφαρμοζόμενε, εφαρμοζόμενοι, εφαρμοζόμενες, εφαρμοζόμενα, εφαρμοζόμενων, εφαρμοζόμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω εφαρμόσει | θα έχω εφαρμοζόμενος, εφαρμοζόμενη, εφαρμοζόμενο, εφαρμοζόμενου, εφαρμοζόμενης, εφαρμοζόμενε, εφαρμοζόμενοι, εφαρμοζόμενες, εφαρμοζόμενα, εφαρμοζόμενων, εφαρμοζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να εφαρμόζω | να εφαρμόζομε, εφαρμόζουμε |
να εφαρμόζεις | να εφαρμόζετε |
να εφαρμόζει | να εφαρμόζουν, εφαρμόζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω εφαρμόσει | να έχω εφαρμοζόμενος, εφαρμοζόμενη, εφαρμοζόμενο, εφαρμοζόμενου, εφαρμοζόμενης, εφαρμοζόμενε, εφαρμοζόμενοι, εφαρμοζόμενες, εφαρμοζόμενα, εφαρμοζόμενων, εφαρμοζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
εφάρμοζε | - |
Αόριστος | |
---|---|
εφάρμοσε | εφαρμόστε |
εφαρμόζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας εφαρμόσει | έχοντας εφαρμοζόμενος, εφαρμοζόμενη, εφαρμοζόμενο, εφαρμοζόμενου, εφαρμοζόμενης, εφαρμοζόμενε, εφαρμοζόμενοι, εφαρμοζόμενες, εφαρμοζόμενα, εφαρμοζόμενων, εφαρμοζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
εφαρμόζομαι | εφαρμοζόμαστε |
εφαρμόζεσαι | εφαρμοζόσαστε, εφαρμόζεστε |
εφαρμόζεται | εφαρμόζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
εφαρμοζόμουν, εφαρμοζόμουνα | εφαρμοζόμασταν, εφαρμοζόμαστε |
εφαρμοζόσουν, εφαρμοζόσουνα | εφαρμοζόσασταν, εφαρμοζόσαστε |
εφαρμοζόταν, εφαρμοζότανε | εφαρμοζόντανε, εφαρμοζόντουσαν, εφαρμόζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
εφαρμόστηκα, *εφαρμόσθηκα | εφαρμοστήκαμε, *εφαρμοσθήκαμε |
εφαρμόστηκες, *εφαρμόσθηκες | εφαρμοστήκατε, *εφαρμοσθήκατε |
εφαρμόστηκε, *εφαρμόσθηκε | εφαρμοστήκανε, εφαρμόστηκαν, *εφαρμοσθήκαν, *εφαρμοσθήκανε, *εφαρμόσθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα εφαρμόζομαι | θα εφαρμοζόμαστε |
θα εφαρμόζεσαι | θα εφαρμοζόσαστε, εφαρμόζεστε |
θα εφαρμόζεται | θα εφαρμόζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα εφαρμοστώ | θα εφαρμοστούμε |
θα εφαρμοστείς | θα εφαρμοστείτε |
θα εφαρμοστεί | θα εφαρμοστούν, εφαρμοστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω εφαρμοστεί | έχω εφαρμοσμένος, εφαρμοσμένη, εφαρμοσμένο, εφαρμοσμένου, εφαρμοσμένης, εφαρμοσμένε, εφαρμοσμένοι, εφαρμοσμένες, εφαρμοσμένα, εφαρμοσμένων, εφαρμοσμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω εφαρμοστεί | θα έχω εφαρμοσμένος, εφαρμοσμένη, εφαρμοσμένο, εφαρμοσμένου, εφαρμοσμένης, εφαρμοσμένε, εφαρμοσμένοι, εφαρμοσμένες, εφαρμοσμένα, εφαρμοσμένων, εφαρμοσμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να εφαρμόζομαι | να εφαρμοζόμαστε |
να εφαρμόζεσαι | να εφαρμοζόσαστε, εφαρμόζεστε |
να εφαρμόζεται | να εφαρμόζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να εφαρμοστώ | να εφαρμοστούμε |
να εφαρμοστείς | να εφαρμοστείτε |
να εφαρμοστεί | να εφαρμοστούν, εφαρμοστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω εφαρμοστεί | να έχω εφαρμοσμένος, εφαρμοσμένη, εφαρμοσμένο, εφαρμοσμένου, εφαρμοσμένης, εφαρμοσμένε, εφαρμοσμένοι, εφαρμοσμένες, εφαρμοσμένα, εφαρμοσμένων, εφαρμοσμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | εφαρμόζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
εφαρμόσου | εφαρμοστείτε |
εφαρμοζόμενος, εφαρμοζόμενη, εφαρμοζόμενο, εφαρμοζόμενου, εφαρμοζόμενης, εφαρμοζόμενε, εφαρμοζόμενοι, εφαρμοζόμενες, εφαρμοζόμενα, εφαρμοζόμενων, εφαρμοζόμενους |
εφαρμοσμένος, εφαρμοσμένη, εφαρμοσμένο, εφαρμοσμένου, εφαρμοσμένης, εφαρμοσμένε, εφαρμοσμένοι, εφαρμοσμένες, εφαρμοσμένα, εφαρμοσμένων, εφαρμοσμένους |