about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • dicts.universal_el_ru.description

ηλιάζω

см. λιάζω

Add to my dictionary

ηλιάζω

User translations

No translations for this text yet.
Be the first to translate it!

Word forms

ηλιάζω

ρήμα
Ενεστώτας
ηλιάζωηλιάζομε, ηλιάζουμε
ηλιάζειςηλιάζετε
ηλιάζειηλιάζουν, ηλιάζουνε
Παρατατικός
ήλιαζαηλιάζαμε
ήλιαζεςηλιάζατε
ήλιαζεήλιαζαν, ηλιάζανε
Αόριστος
ήλιασαηλιάσαμε
ήλιασεςηλιάσατε
ήλιασεήλιασαν, ηλιάσανε
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ηλιάζω θα ηλιάζομε, ηλιάζουμε
θα ηλιάζεις θα ηλιάζετε
θα ηλιάζει θα ηλιάζουν, ηλιάζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω ηλιάσειέχω ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω ηλιάσει θα έχω ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους
Ενεστώτας
να ηλιάζω να ηλιάζομε, ηλιάζουμε
να ηλιάζεις να ηλιάζετε
να ηλιάζει να ηλιάζουν, ηλιάζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω ηλιάσεινα έχω ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους
Ενεστώτας
ήλιαζε-
Αόριστος
ήλιασεηλιάστε
ηλιάζοντας
Παρακείμενος
έχοντας ηλιάσειέχοντας ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους
Ενεστώτας
ηλιάζομαιηλιαζόμαστε
ηλιάζεσαιηλιαζόσαστε, ηλιάζεστε
ηλιάζεταιηλιάζονται
Παρατατικός
ηλιαζόμουν, ηλιαζόμουναηλιαζόμασταν, ηλιαζόμαστε
ηλιαζόσουν, ηλιαζόσουναηλιαζόσασταν, ηλιαζόσαστε
ηλιαζόταν, ηλιαζότανεηλιαζόντανε, ηλιαζόντουσαν, ηλιάζονταν
Αόριστος
ηλιάστηκα, *ηλιάσθηκαηλιαστήκαμε, *ηλιασθήκαμε
ηλιάστηκες, *ηλιάσθηκεςηλιαστήκατε, *ηλιασθήκατε
ηλιάστηκε, *ηλιάσθηκεηλιαστήκανε, ηλιάστηκαν, *ηλιασθήκαν, *ηλιασθήκανε, *ηλιάσθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ηλιάζομαι θα ηλιαζόμαστε
θα ηλιάζεσαι θα ηλιαζόσαστε, ηλιάζεστε
θα ηλιάζεται θα ηλιάζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα ηλιαστώ θα ηλιαστούμε
θα ηλιαστείς θα ηλιαστείτε
θα ηλιαστεί θα ηλιαστούν, ηλιαστούνε
Παρακείμενος
έχω ηλιαστείέχω ηλιασμένος, ηλιασμένη, ηλιασμένο, ηλιασμένου, ηλιασμένης, ηλιασμένε, ηλιασμένοι, ηλιασμένες, ηλιασμένα, ηλιασμένων, ηλιασμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω ηλιαστεί θα έχω ηλιασμένος, ηλιασμένη, ηλιασμένο, ηλιασμένου, ηλιασμένης, ηλιασμένε, ηλιασμένοι, ηλιασμένες, ηλιασμένα, ηλιασμένων, ηλιασμένους
Ενεστώτας
να ηλιάζομαι να ηλιαζόμαστε
να ηλιάζεσαι να ηλιαζόσαστε, ηλιάζεστε
να ηλιάζεται να ηλιάζονται
Αόριστος
να ηλιαστώ να ηλιαστούμε
να ηλιαστείς να ηλιαστείτε
να ηλιαστεί να ηλιαστούν, ηλιαστούνε
Παρακείμενος
να έχω ηλιαστείνα έχω ηλιασμένος, ηλιασμένη, ηλιασμένο, ηλιασμένου, ηλιασμένης, ηλιασμένε, ηλιασμένοι, ηλιασμένες, ηλιασμένα, ηλιασμένων, ηλιασμένους
Ενεστώτας
-ηλιάζεστε
Αόριστος
ηλιάσουηλιαστείτε
ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους
ηλιασμένος, ηλιασμένη, ηλιασμένο, ηλιασμένου, ηλιασμένης, ηλιασμένε, ηλιασμένοι, ηλιασμένες, ηλιασμένα, ηλιασμένων, ηλιασμένους