without examplesFound in 1 dictionary
Add to my dictionary
ηλιάζω
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ηλιάζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
ηλιάζω | ηλιάζομε, ηλιάζουμε |
ηλιάζεις | ηλιάζετε |
ηλιάζει | ηλιάζουν, ηλιάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
ήλιαζα | ηλιάζαμε |
ήλιαζες | ηλιάζατε |
ήλιαζε | ήλιαζαν, ηλιάζανε |
Αόριστος | |
---|---|
ήλιασα | ηλιάσαμε |
ήλιασες | ηλιάσατε |
ήλιασε | ήλιασαν, ηλιάσανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα ηλιάζω | θα ηλιάζομε, ηλιάζουμε |
θα ηλιάζεις | θα ηλιάζετε |
θα ηλιάζει | θα ηλιάζουν, ηλιάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω ηλιάσει | έχω ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω ηλιάσει | θα έχω ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να ηλιάζω | να ηλιάζομε, ηλιάζουμε |
να ηλιάζεις | να ηλιάζετε |
να ηλιάζει | να ηλιάζουν, ηλιάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω ηλιάσει | να έχω ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
ήλιαζε | - |
Αόριστος | |
---|---|
ήλιασε | ηλιάστε |
ηλιάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας ηλιάσει | έχοντας ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
ηλιάζομαι | ηλιαζόμαστε |
ηλιάζεσαι | ηλιαζόσαστε, ηλιάζεστε |
ηλιάζεται | ηλιάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
ηλιαζόμουν, ηλιαζόμουνα | ηλιαζόμασταν, ηλιαζόμαστε |
ηλιαζόσουν, ηλιαζόσουνα | ηλιαζόσασταν, ηλιαζόσαστε |
ηλιαζόταν, ηλιαζότανε | ηλιαζόντανε, ηλιαζόντουσαν, ηλιάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
ηλιάστηκα, *ηλιάσθηκα | ηλιαστήκαμε, *ηλιασθήκαμε |
ηλιάστηκες, *ηλιάσθηκες | ηλιαστήκατε, *ηλιασθήκατε |
ηλιάστηκε, *ηλιάσθηκε | ηλιαστήκανε, ηλιάστηκαν, *ηλιασθήκαν, *ηλιασθήκανε, *ηλιάσθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα ηλιάζομαι | θα ηλιαζόμαστε |
θα ηλιάζεσαι | θα ηλιαζόσαστε, ηλιάζεστε |
θα ηλιάζεται | θα ηλιάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα ηλιαστώ | θα ηλιαστούμε |
θα ηλιαστείς | θα ηλιαστείτε |
θα ηλιαστεί | θα ηλιαστούν, ηλιαστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω ηλιαστεί | έχω ηλιασμένος, ηλιασμένη, ηλιασμένο, ηλιασμένου, ηλιασμένης, ηλιασμένε, ηλιασμένοι, ηλιασμένες, ηλιασμένα, ηλιασμένων, ηλιασμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω ηλιαστεί | θα έχω ηλιασμένος, ηλιασμένη, ηλιασμένο, ηλιασμένου, ηλιασμένης, ηλιασμένε, ηλιασμένοι, ηλιασμένες, ηλιασμένα, ηλιασμένων, ηλιασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να ηλιάζομαι | να ηλιαζόμαστε |
να ηλιάζεσαι | να ηλιαζόσαστε, ηλιάζεστε |
να ηλιάζεται | να ηλιάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να ηλιαστώ | να ηλιαστούμε |
να ηλιαστείς | να ηλιαστείτε |
να ηλιαστεί | να ηλιαστούν, ηλιαστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω ηλιαστεί | να έχω ηλιασμένος, ηλιασμένη, ηλιασμένο, ηλιασμένου, ηλιασμένης, ηλιασμένε, ηλιασμένοι, ηλιασμένες, ηλιασμένα, ηλιασμένων, ηλιασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | ηλιάζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
ηλιάσου | ηλιαστείτε |
ηλιαζόμενος, ηλιαζόμενη, ηλιαζόμενο, ηλιαζόμενου, ηλιαζόμενης, ηλιαζόμενε, ηλιαζόμενοι, ηλιαζόμενες, ηλιαζόμενα, ηλιαζόμενων, ηλιαζόμενους |
ηλιασμένος, ηλιασμένη, ηλιασμένο, ηλιασμένου, ηλιασμένης, ηλιασμένε, ηλιασμένοι, ηλιασμένες, ηλιασμένα, ηλιασμένων, ηλιασμένους |