without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
θέρος
το, ο
жатва ж, уборка ж (зерновых)
лето с
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
θέρος
ουσιαστικό, ουδέτερο
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | το θέρος | τα θέρη |
| Γενική | του θέρους | των θερών |
| Αιτιατική | το θέρος | τα θέρη |
| Κλητική | θέρος | θέρη |
θέρος
ουσιαστικό, ουδέτερο
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | το θέρος | τα θέρη |
| Γενική | του θέρους | των θέρων |
| Αιτιατική | το θέρος | τα θέρη |
| Κλητική | - | θέρη |
θέρος
ουσιαστικό, αρσενικό
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | ο θέρος | οι θέροι |
| Γενική | του θέρου | των θέρων |
| Αιτιατική | τον θέρο, θέρον | τους θέρους |
| Κλητική | θέρε | θέροι |