about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • dicts.universal_el_ru.description

θαμάζω

  1. восхищаться, любоваться

  2. удивляться, изумляться

Add to my dictionary

θαμάζω1/2
восхища́ться; любова́ться

User translations

No translations for this text yet.
Be the first to translate it!

Word forms

θαμάζω

ρήμα
Ενεστώτας
θαμάζωθαμάζομε, θαμάζουμε
θαμάζειςθαμάζετε
θαμάζειθαμάζουν, θαμάζουνε
Παρατατικός
θάμαζαθαμάζαμε
θάμαζεςθαμάζατε
θάμαζεθαμάζανε, θάμαζαν
Αόριστος
θάμασαθαμάσαμε
θάμασεςθαμάσατε
θάμασεθαμάσανε, θάμασαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα θαμάζω θα θαμάζομε, θαμάζουμε
θα θαμάζεις θα θαμάζετε
θα θαμάζει θα θαμάζουν, θαμάζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω θαμάσειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω θαμάσει θα έχω -
Ενεστώτας
να θαμάζω να θαμάζομε, θαμάζουμε
να θαμάζεις να θαμάζετε
να θαμάζει να θαμάζουν, θαμάζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω θαμάσεινα έχω -
Ενεστώτας
θάμαζε-
Αόριστος
θάμασεθαμάστε
θαμάζοντας
Παρακείμενος
έχοντας θαμάσειέχοντας -
Ενεστώτας
θαμάζομαιθαμαζόμαστε
θαμάζεσαιθαμαζόσαστε, θαμάζεστε
θαμάζεταιθαμάζονται
Παρατατικός
θαμαζόμουν, θαμαζόμουναθαμαζόμασταν, θαμαζόμαστε
θαμαζόσουν, θαμαζόσουναθαμαζόσασταν, θαμαζόσαστε
θαμαζόταν, θαμαζότανεθαμαζόντανε, θαμαζόντουσαν, θαμάζονταν
Αόριστος
θαμάστηκαθαμαστήκαμε
θαμάστηκεςθαμαστήκατε
θαμάστηκεθαμαστήκανε, θαμάστηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα θαμάζομαι θα θαμαζόμαστε
θα θαμάζεσαι θα θαμαζόσαστε, θαμάζεστε
θα θαμάζεται θα θαμάζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα θαμαστώ θα θαμαστούμε
θα θαμαστείς θα θαμαστείτε
θα θαμαστεί θα θαμαστούν, θαμαστούνε
Παρακείμενος
έχω θαμαστείέχω θαμασμένος, θαμασμένη, θαμασμένο, θαμασμένου, θαμασμένης, θαμασμένε, θαμασμένοι, θαμασμένες, θαμασμένα, θαμασμένων, θαμασμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω θαμαστεί θα έχω θαμασμένος, θαμασμένη, θαμασμένο, θαμασμένου, θαμασμένης, θαμασμένε, θαμασμένοι, θαμασμένες, θαμασμένα, θαμασμένων, θαμασμένους
Ενεστώτας
να θαμάζομαι να θαμαζόμαστε
να θαμάζεσαι να θαμαζόσαστε, θαμάζεστε
να θαμάζεται να θαμάζονται
Αόριστος
να θαμαστώ να θαμαστούμε
να θαμαστείς να θαμαστείτε
να θαμαστεί να θαμαστούν, θαμαστούνε
Παρακείμενος
να έχω θαμαστείνα έχω θαμασμένος, θαμασμένη, θαμασμένο, θαμασμένου, θαμασμένης, θαμασμένε, θαμασμένοι, θαμασμένες, θαμασμένα, θαμασμένων, θαμασμένους
Ενεστώτας
-θαμάζεστε
Αόριστος
θαμάσουθαμαστείτε
-
θαμασμένος, θαμασμένη, θαμασμένο, θαμασμένου, θαμασμένης, θαμασμένε, θαμασμένοι, θαμασμένες, θαμασμένα, θαμασμένων, θαμασμένους