without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
μάτι
το
глаз м
зрение с
бот. почка ж
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
μάτι
ουσιαστικό, ουδέτερο
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | το μάτι | τα μάτια |
| Γενική | του - | των - |
| Αιτιατική | το μάτι | τα μάτια |
| Κλητική | μάτι | μάτια |
μάτι
ουσιαστικό, ουδέτερο, ενικός
| Ενικός | |
| Ονοματική | το μάτι |
| Γενική | του ματιού |
| Αιτιατική | το μάτι |
| Κλητική | μάτι |