about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.

μασώ

  1. жевать

  2. прищемлять

Add to my dictionary

μασώ1/2
жева́ть

User translations

No translations for this text yet.
Be the first to translate it!

Word forms

μασώ

ρήμα
Ενεστώτας
μασώ, μασάωμασάμε, μασούμε
μασάςμασάτε
μασά, μασάειμασάν, μασάνε, μασούν, μασούνε
Παρατατικός
μασούσα, μάσαγαμασάγαμε, μασούσαμε
μασούσες, μάσαγεςμασάγατε, μασούσατε
μασούσε, μάσαγεμασάγανε, μασούσαν, μασούσανε, μάσαγαν
Αόριστος
μάσησαμασήσαμε
μάσησεςμασήσατε
μάσησεμασήσανε, μάσησαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα μασώ, μασάω θα μασάμε, μασούμε
θα μασάς θα μασάτε
θα μασά, μασάει θα μασάν, μασάνε, μασούν, μασούνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω μασήσειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω μασήσει θα έχω -
Ενεστώτας
να μασώ, μασάω να μασάμε, μασούμε
να μασάς να μασάτε
να μασά, μασάει να μασάν, μασάνε, μασούν, μασούνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω μασήσεινα έχω -
Ενεστώτας
μάσα, μάσαγεμασάτε
Αόριστος
μάσα, μάσησεμασήστε
μασώντας
Παρακείμενος
έχοντας μασήσειέχοντας -
Ενεστώτας
μασιέμαιμασιόμαστε
μασιέσαιμασιέστε, μασιόσαστε
μασιέταιμασιούνται, μασιόνται
Παρατατικός
μασιόμουν, μασιόμουναμασιόμασταν, μασιόμαστε
μασιόσουν, μασιόσουναμασιόσασταν, μασιόσαστε
μασιόταν, μασιότανεμασιούνταν, μασιόνταν, μασιόντανε, μασιόντουσαν
Αόριστος
μασήθηκαμασηθήκαμε
μασήθηκεςμασηθήκατε
μασήθηκεμασηθήκανε, μασήθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα μασιέμαι θα μασιόμαστε
θα μασιέσαι θα μασιέστε, μασιόσαστε
θα μασιέται θα μασιούνται, μασιόνται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα μασηθώ θα μασηθούμε
θα μασηθείς θα μασηθείτε
θα μασηθεί θα μασηθούν, μασηθούνε
Παρακείμενος
έχω μασηθείέχω μασημένος, μασημένη, μασημένο, μασημένου, μασημένης, μασημένε, μασημένοι, μασημένες, μασημένα, μασημένων, μασημένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω μασηθεί θα έχω μασημένος, μασημένη, μασημένο, μασημένου, μασημένης, μασημένε, μασημένοι, μασημένες, μασημένα, μασημένων, μασημένους
Ενεστώτας
να μασιέμαι να μασιόμαστε
να μασιέσαι να μασιέστε, μασιόσαστε
να μασιέται να μασιούνται, μασιόνται
Αόριστος
να μασηθώ να μασηθούμε
να μασηθείς να μασηθείτε
να μασηθεί να μασηθούν, μασηθούνε
Παρακείμενος
να έχω μασηθείνα έχω μασημένος, μασημένη, μασημένο, μασημένου, μασημένης, μασημένε, μασημένοι, μασημένες, μασημένα, μασημένων, μασημένους
Ενεστώτας
-μασιέστε
Αόριστος
μασήσουμασηθείτε
-
μασημένος, μασημένη, μασημένο, μασημένου, μασημένης, μασημένε, μασημένοι, μασημένες, μασημένα, μασημένων, μασημένους