without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
ολόκληρος
весь, целый
Add to my dictionary
ολόκληρος
весь; це́лыйExamples
ολόκληρη μέρα — целый день
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ολόκληρος
επίθετο
| Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
| Ονοματική | ολόκληρος | ολόκληρη | ολόκληρο |
| Γενική | ολόκληρου | ολόκληρης | ολόκληρου |
| Αιτιατική | ολόκληρο | ολόκληρη | ολόκληρο |
| Κλητική | ολόκληρε | ολόκληρη | ολόκληρο |
| Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
| Ονοματική | ολόκληροι | ολόκληρες | ολόκληρα |
| Γενική | ολόκληρων | ολόκληρων | ολόκληρων |
| Αιτιατική | ολόκληρους | ολόκληρες | ολόκληρα |
| Κλητική | ολόκληροι | ολόκληρες | ολόκληρα |
| Συγκριτικός βαθμός | - |
| Υπερθετικός βαθμός | - |
ολόκληρος
ουσιαστικό, αρσενικό
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | ο ολόκληρος, ολόκληρός | οι ολόκληροι, ολόκληροί |
| Γενική | του ολοκλήρου | των ολοκλήρων |
| Αιτιατική | τον ολόκληρο, ολόκληρον, ολόκληρό, ολόκληρόν | τους ολοκλήρους |
| Κλητική | ολόκληρε, ολόκληρέ | ολόκληροι, ολόκληροί |