about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • dicts.universal_el_ru.description

ορίζοντας

ο

горизонт м; кругозор м

Add to my dictionary

ορίζοντας
Masculine nounгоризо́нт; кругозо́р

User translations

No translations for this text yet.
Be the first to translate it!

Word forms

ορίζω

ρήμα
Ενεστώτας
ορίζωορίζομε, ορίζουμε
ορίζειςορίζετε
ορίζειορίζουν, ορίζουνε
Παρατατικός
όριζαορίζαμε
όριζεςορίζατε
όριζεορίζανε, όριζαν
Αόριστος
όρισαορίσαμε
όρισεςορίσατε
όρισεορίσανε, όρισαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ορίζω θα ορίζομε, ορίζουμε
θα ορίζεις θα ορίζετε
θα ορίζει θα ορίζουν, ορίζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω ορίσειέχω οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω ορίσει θα έχω οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους
Ενεστώτας
να ορίζω να ορίζομε, ορίζουμε
να ορίζεις να ορίζετε
να ορίζει να ορίζουν, ορίζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω ορίσεινα έχω οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους
Ενεστώτας
όριζε-
Αόριστος
όρισεορίστε
ορίζοντας
Παρακείμενος
έχοντας ορίσειέχοντας οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους
Ενεστώτας
ορίζομαιοριζόμαστε
ορίζεσαιοριζόσαστε, ορίζεστε
ορίζεταιορίζονται
Παρατατικός
οριζόμουν, οριζόμουναοριζόμασταν, οριζόμαστε
οριζόσουν, οριζόσουναοριζόσασταν, οριζόσαστε
οριζόταν, οριζότανεοριζόντανε, οριζόντουσαν, ορίζονταν
Αόριστος
ορίστηκα, *ορίσθηκαοριστήκαμε, *ορισθήκαμε
ορίστηκες, *ορίσθηκεςοριστήκατε, *ορισθήκατε
ορίστηκε, *ορίσθηκεοριστήκανε, ορίστηκαν, *ορισθήκαν, *ορισθήκανε, *ορίσθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ορίζομαι θα οριζόμαστε
θα ορίζεσαι θα οριζόσαστε, ορίζεστε
θα ορίζεται θα ορίζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα οριστώ θα οριστούμε
θα οριστείς θα οριστείτε
θα οριστεί θα οριστούν, οριστούνε
Παρακείμενος
έχω οριστείέχω ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο, ορισμένου, ορισμένης, ορισμένε, ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω οριστεί θα έχω ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο, ορισμένου, ορισμένης, ορισμένε, ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους
Ενεστώτας
να ορίζομαι να οριζόμαστε
να ορίζεσαι να οριζόσαστε, ορίζεστε
να ορίζεται να ορίζονται
Αόριστος
να οριστώ να οριστούμε
να οριστείς να οριστείτε
να οριστεί να οριστούν, οριστούνε
Παρακείμενος
να έχω οριστείνα έχω ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο, ορισμένου, ορισμένης, ορισμένε, ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους
Ενεστώτας
-ορίζεστε
Αόριστος
ορίσουοριστείτε
οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους
ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο, ορισμένου, ορισμένης, ορισμένε, ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους

ορίζοντας

ουσιαστικό, αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονοματική ο ορίζοντας οι ορίζοντες
Γενικήτου ορίζοντα των οριζόντων
Αιτιατική τον ορίζοντα, ορίζονταν τους ορίζοντες
Κλητικήορίζονταορίζοντες