without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ορίζοντας
ο
горизонт м; кругозор м
Add to my dictionary
ορίζοντας
Masculine nounгоризо́нт; кругозо́р
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ορίζω
ρήμα
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| ορίζω | ορίζομε, ορίζουμε |
| ορίζεις | ορίζετε |
| ορίζει | ορίζουν, ορίζουνε |
| Παρατατικός | |
|---|---|
| όριζα | ορίζαμε |
| όριζες | ορίζατε |
| όριζε | ορίζανε, όριζαν |
| Αόριστος | |
|---|---|
| όρισα | ορίσαμε |
| όρισες | ορίσατε |
| όρισε | ορίσανε, όρισαν |
| Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
|---|---|
| θα ορίζω | θα ορίζομε, ορίζουμε |
| θα ορίζεις | θα ορίζετε |
| θα ορίζει | θα ορίζουν, ορίζουνε |
| Στιγμιαίος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα - | θα - |
| θα - | θα - |
| θα - | θα - |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| έχω ορίσει | έχω οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους |
| Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα έχω ορίσει | θα έχω οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| να ορίζω | να ορίζομε, ορίζουμε |
| να ορίζεις | να ορίζετε |
| να ορίζει | να ορίζουν, ορίζουνε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| να - | να - |
| να - | να - |
| να - | να - |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| να έχω ορίσει | να έχω οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| όριζε | - |
| Αόριστος | |
|---|---|
| όρισε | ορίστε |
| ορίζοντας |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| έχοντας ορίσει | έχοντας οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| ορίζομαι | οριζόμαστε |
| ορίζεσαι | οριζόσαστε, ορίζεστε |
| ορίζεται | ορίζονται |
| Παρατατικός | |
|---|---|
| οριζόμουν, οριζόμουνα | οριζόμασταν, οριζόμαστε |
| οριζόσουν, οριζόσουνα | οριζόσασταν, οριζόσαστε |
| οριζόταν, οριζότανε | οριζόντανε, οριζόντουσαν, ορίζονταν |
| Αόριστος | |
|---|---|
| ορίστηκα, *ορίσθηκα | οριστήκαμε, *ορισθήκαμε |
| ορίστηκες, *ορίσθηκες | οριστήκατε, *ορισθήκατε |
| ορίστηκε, *ορίσθηκε | οριστήκανε, ορίστηκαν, *ορισθήκαν, *ορισθήκανε, *ορίσθηκαν |
| Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
|---|---|
| θα ορίζομαι | θα οριζόμαστε |
| θα ορίζεσαι | θα οριζόσαστε, ορίζεστε |
| θα ορίζεται | θα ορίζονται |
| Στιγμιαίος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα οριστώ | θα οριστούμε |
| θα οριστείς | θα οριστείτε |
| θα οριστεί | θα οριστούν, οριστούνε |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| έχω οριστεί | έχω ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο, ορισμένου, ορισμένης, ορισμένε, ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους |
| Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
|---|---|
| θα έχω οριστεί | θα έχω ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο, ορισμένου, ορισμένης, ορισμένε, ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| να ορίζομαι | να οριζόμαστε |
| να ορίζεσαι | να οριζόσαστε, ορίζεστε |
| να ορίζεται | να ορίζονται |
| Αόριστος | |
|---|---|
| να οριστώ | να οριστούμε |
| να οριστείς | να οριστείτε |
| να οριστεί | να οριστούν, οριστούνε |
| Παρακείμενος | |
|---|---|
| να έχω οριστεί | να έχω ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο, ορισμένου, ορισμένης, ορισμένε, ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους |
| Ενεστώτας | |
|---|---|
| - | ορίζεστε |
| Αόριστος | |
|---|---|
| ορίσου | οριστείτε |
| οριζόμενος, οριζόμενη, οριζόμενο, οριζόμενου, οριζόμενης, οριζόμενε, οριζόμενοι, οριζόμενες, οριζόμενα, οριζόμενων, οριζόμενους |
| ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο, ορισμένου, ορισμένης, ορισμένε, ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους |
ορίζοντας
ουσιαστικό, αρσενικό
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | ο ορίζοντας | οι ορίζοντες |
| Γενική | του ορίζοντα | των οριζόντων |
| Αιτιατική | τον ορίζοντα, ορίζονταν | τους ορίζοντες |
| Κλητική | ορίζοντα | ορίζοντες |