without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
παραιτούμαι
см. также παραιτώ
отрекаться
подавать в отставку
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
παραιτούμαι
ρήμα, Παθητική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
- | - |
- | - |
- | - |
Παρατατικός | |
---|---|
- | - |
- | - |
- | - |
Αόριστος | |
---|---|
- | - |
- | - |
- | - |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω - | έχω παραιτούμενος, παραιτούμενη, παραιτούμενο, παραιτούμενου, παραιτούμενης, παραιτούμενε, παραιτούμενοι, παραιτούμενες, παραιτούμενα, παραιτούμενων, παραιτούμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω - | θα έχω παραιτούμενος, παραιτούμενη, παραιτούμενο, παραιτούμενου, παραιτούμενης, παραιτούμενε, παραιτούμενοι, παραιτούμενες, παραιτούμενα, παραιτούμενων, παραιτούμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω - | να έχω παραιτούμενος, παραιτούμενη, παραιτούμενο, παραιτούμενου, παραιτούμενης, παραιτούμενε, παραιτούμενοι, παραιτούμενες, παραιτούμενα, παραιτούμενων, παραιτούμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | - |
Αόριστος | |
---|---|
- | - |
- |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας - | έχοντας παραιτούμενος, παραιτούμενη, παραιτούμενο, παραιτούμενου, παραιτούμενης, παραιτούμενε, παραιτούμενοι, παραιτούμενες, παραιτούμενα, παραιτούμενων, παραιτούμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
παραιτούμαι | παραιτούμαστε, παραιτούμεθα |
παραιτούσαι | παραιτούσθε, παραιτούστε |
παραιτούται | παραιτούνται |
Παρατατικός | |
---|---|
παραιτούμουν | παραιτούμαστε |
- | - |
παραιτούταν | παραιτούνταν |
Αόριστος | |
---|---|
παραιτήθηκα | παραιτηθήκαμε |
παραιτήθηκες | παραιτηθήκατε |
παραιτήθηκε | παραιτηθήκανε, παραιτήθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα παραιτούμαι | θα παραιτούμαστε, παραιτούμεθα |
θα παραιτούσαι | θα παραιτούσθε, παραιτούστε |
θα παραιτούται | θα παραιτούνται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα παραιτηθώ | θα παραιτηθούμε |
θα παραιτηθείς | θα παραιτηθείτε |
θα παραιτηθεί | θα παραιτηθούν, παραιτηθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω παραιτηθεί | έχω παραιτημένος, παραιτημένη, παραιτημένο, παραιτημένου, παραιτημένης, παραιτημένε, παραιτημένοι, παραιτημένες, παραιτημένα, παραιτημένων, παραιτημένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω παραιτηθεί | θα έχω παραιτημένος, παραιτημένη, παραιτημένο, παραιτημένου, παραιτημένης, παραιτημένε, παραιτημένοι, παραιτημένες, παραιτημένα, παραιτημένων, παραιτημένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να παραιτούμαι | να παραιτούμαστε, παραιτούμεθα |
να παραιτούσαι | να παραιτούσθε, παραιτούστε |
να παραιτούται | να παραιτούνται |
Αόριστος | |
---|---|
να παραιτηθώ | να παραιτηθούμε |
να παραιτηθείς | να παραιτηθείτε |
να παραιτηθεί | να παραιτηθούν, παραιτηθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω παραιτηθεί | να έχω παραιτημένος, παραιτημένη, παραιτημένο, παραιτημένου, παραιτημένης, παραιτημένε, παραιτημένοι, παραιτημένες, παραιτημένα, παραιτημένων, παραιτημένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | παραιτείστε |
Αόριστος | |
---|---|
παραιτήσου | παραιτηθείτε |
παραιτούμενος, παραιτούμενη, παραιτούμενο, παραιτούμενου, παραιτούμενης, παραιτούμενε, παραιτούμενοι, παραιτούμενες, παραιτούμενα, παραιτούμενων, παραιτούμενους |
παραιτημένος, παραιτημένη, παραιτημένο, παραιτημένου, παραιτημένης, παραιτημένε, παραιτημένοι, παραιτημένες, παραιτημένα, παραιτημένων, παραιτημένους |