without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
παραλήπτης
ο
получатель м, адресат м
Add to my dictionary
παραλήπτης
Masculine nounполуча́тель; адреса́т
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
παραλήπτης
ουσιαστικό, αρσενικό
| Ενικός | Πληθυντικός | |
| Ονοματική | ο παραλήπτης | οι παραλήπτες |
| Γενική | του παραλήπτη, *παραλήπτου | των παραληπτών |
| Αιτιατική | τον παραλήπτη, παραλήπτην | τους παραλήπτες |
| Κλητική | παραλήπτη | παραλήπτες |