without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
πηγάζω
брать начало, вытекать (о реке)
вытекать, следовать
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
πηγάζω
ρήμα, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
πηγάζω | πηγάζομε, πηγάζουμε |
πηγάζεις | πηγάζετε |
πηγάζει | πηγάζουν, πηγάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
πήγαζα | πηγάζαμε |
πήγαζες | πηγάζατε |
πήγαζε | πηγάζανε, πήγαζαν |
Αόριστος | |
---|---|
πήγασα | πηγάσαμε |
πήγασες | πηγάσατε |
πήγασε | πηγάσανε, πήγασαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα πηγάζω | θα πηγάζομε, πηγάζουμε |
θα πηγάζεις | θα πηγάζετε |
θα πηγάζει | θα πηγάζουν, πηγάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα πηγάσω | θα πηγάσομε, πηγάσουμε |
θα πηγάσεις | θα πηγάσετε |
θα πηγάσει | θα πηγάσουν, πηγάσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω πηγάσει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω πηγάσει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να πηγάζω | να πηγάζομε, πηγάζουμε |
να πηγάζεις | να πηγάζετε |
να πηγάζει | να πηγάζουν, πηγάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να πηγάσω | να πηγάσομε, πηγάσουμε |
να πηγάσεις | να πηγάσετε |
να πηγάσει | να πηγάσουν, πηγάσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω πηγάσει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
πήγαζε | - |
Αόριστος | |
---|---|
πήγασε | - |
πηγάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας πηγάσει | έχοντας - |