about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • dicts.universal_el_ru.description

πιέζω

  1. давить, нажимать

  2. принуждать

Add to my dictionary

πιέζω1/2
дави́ть; нажима́тьExamples

πιέζω το κουμπί — нажать (на) кнопку

User translations

No translations for this text yet.
Be the first to translate it!

Word forms

πιέζω

ρήμα
Ενεστώτας
πιέζωπιέζομε, πιέζουμε
πιέζειςπιέζετε
πιέζειπιέζουν, πιέζουνε
Παρατατικός
πίεζαπιέζαμε
πίεζεςπιέζατε
πίεζεπιέζανε, πίεζαν
Αόριστος
πίεσαπιέσαμε
πίεσεςπιέσατε
πίεσεπιέσανε, πίεσαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα πιέζω θα πιέζομε, πιέζουμε
θα πιέζεις θα πιέζετε
θα πιέζει θα πιέζουν, πιέζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω πιέσειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω πιέσει θα έχω -
Ενεστώτας
να πιέζω να πιέζομε, πιέζουμε
να πιέζεις να πιέζετε
να πιέζει να πιέζουν, πιέζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω πιέσεινα έχω -
Ενεστώτας
πίεζε-
Αόριστος
πίεσεπιέστε
πιέζοντας
Παρακείμενος
έχοντας πιέσειέχοντας -
Ενεστώτας
πιέζομαιπιεζόμαστε
πιέζεσαιπιεζόσαστε, πιέζεστε
πιέζεταιπιέζονται
Παρατατικός
πιεζόμουν, πιεζόμουναπιεζόμασταν, πιεζόμαστε
πιεζόσουν, πιεζόσουναπιεζόσασταν, πιεζόσαστε
πιεζόταν, πιεζότανεπιεζόντανε, πιεζόντουσαν, πιέζονταν
Αόριστος
πιέστηκαπιεστήκαμε
πιέστηκεςπιεστήκατε
πιέστηκεπιεστήκανε, πιέστηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα πιέζομαι θα πιεζόμαστε
θα πιέζεσαι θα πιεζόσαστε, πιέζεστε
θα πιέζεται θα πιέζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα πιεστώ θα πιεστούμε
θα πιεστείς θα πιεστείτε
θα πιεστεί θα πιεστούν, πιεστούνε
Παρακείμενος
έχω πιεστείέχω πιεσμένος, πιεσμένη, πιεσμένο, πιεσμένου, πιεσμένης, πιεσμένε, πιεσμένοι, πιεσμένες, πιεσμένα, πιεσμένων, πιεσμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω πιεστεί θα έχω πιεσμένος, πιεσμένη, πιεσμένο, πιεσμένου, πιεσμένης, πιεσμένε, πιεσμένοι, πιεσμένες, πιεσμένα, πιεσμένων, πιεσμένους
Ενεστώτας
να πιέζομαι να πιεζόμαστε
να πιέζεσαι να πιεζόσαστε, πιέζεστε
να πιέζεται να πιέζονται
Αόριστος
να πιεστώ να πιεστούμε
να πιεστείς να πιεστείτε
να πιεστεί να πιεστούν, πιεστούνε
Παρακείμενος
να έχω πιεστείνα έχω πιεσμένος, πιεσμένη, πιεσμένο, πιεσμένου, πιεσμένης, πιεσμένε, πιεσμένοι, πιεσμένες, πιεσμένα, πιεσμένων, πιεσμένους
Ενεστώτας
-πιέζεστε
Αόριστος
πιέσουπιεστείτε
-
πιεσμένος, πιεσμένη, πιεσμένο, πιεσμένου, πιεσμένης, πιεσμένε, πιεσμένοι, πιεσμένες, πιεσμένα, πιεσμένων, πιεσμένους