without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
πληροφορώ
см. также πληροφορούμαι
информировать, доводить до сведения; сообщать
Add to my dictionary
πληροφορώ
информи́ровать; доводи́ть до све́дения; сообща́ть
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
πληροφορώ
ρήμα, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
πληροφορώ | πληροφορούμε |
πληροφορείς | πληροφορείτε |
πληροφορεί | πληροφορούν, πληροφορούνε |
Παρατατικός | |
---|---|
πληροφορούσα | πληροφορούσαμε |
πληροφορούσες | πληροφορούσατε |
πληροφορούσε | πληροφορούσαν, πληροφορούσανε |
Αόριστος | |
---|---|
πληροφόρησα | πληροφορήσαμε |
πληροφόρησες | πληροφορήσατε |
πληροφόρησε | πληροφορήσανε, πληροφόρησαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα πληροφορώ | θα πληροφορούμε |
θα πληροφορείς | θα πληροφορείτε |
θα πληροφορεί | θα πληροφορούν, πληροφορούνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα πληροφορήσω | θα πληροφορήσουμε |
θα πληροφορήσεις | θα πληροφορήσετε |
θα πληροφορήσει | θα πληροφορήσουν, πληροφορήσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω πληροφορήσει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω πληροφορήσει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να πληροφορώ | να πληροφορούμε |
να πληροφορείς | να πληροφορείτε |
να πληροφορεί | να πληροφορούν, πληροφορούνε |
Αόριστος | |
---|---|
να πληροφορήσω | να πληροφορήσουμε |
να πληροφορήσεις | να πληροφορήσετε |
να πληροφορήσει | να πληροφορήσουν, πληροφορήσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω πληροφορήσει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | πληροφορείτε |
Αόριστος | |
---|---|
πληροφόρησε | πληροφορήσετε, πληροφορήστε |
πληροφορώντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας πληροφορήσει | έχοντας - |