without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
ρημάζω
μετ.
разрушать, разорять
αμετ.
разоряться
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ρημάζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
ρημάζω | ρημάζομε, ρημάζουμε |
ρημάζεις | ρημάζετε |
ρημάζει | ρημάζουν, ρημάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
ρήμαζα | ρημάζαμε |
ρήμαζες | ρημάζατε |
ρήμαζε | ρημάζανε, ρήμαζαν |
Αόριστος | |
---|---|
ρήμαξα | ρημάξαμε |
ρήμαξες | ρημάξατε |
ρήμαξε | ρημάξανε, ρήμαξαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα ρημάζω | θα ρημάζομε, ρημάζουμε |
θα ρημάζεις | θα ρημάζετε |
θα ρημάζει | θα ρημάζουν, ρημάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω ρημάξει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω ρημάξει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να ρημάζω | να ρημάζομε, ρημάζουμε |
να ρημάζεις | να ρημάζετε |
να ρημάζει | να ρημάζουν, ρημάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω ρημάξει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
ρήμαζε | ρημάζετε |
Αόριστος | |
---|---|
ρήμαξε | ρημάξτε |
ρημάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας ρημάξει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
ρημάζομαι | ρημαζόμαστε |
ρημάζεσαι | ρημαζόσαστε, ρημάζεστε |
ρημάζεται | ρημάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
ρημαζόμουν, ρημαζόμουνα | ρημαζόμασταν, ρημαζόμαστε |
ρημαζόσουν, ρημαζόσουνα | ρημαζόσασταν, ρημαζόσαστε |
ρημαζόταν, ρημαζότανε | ρημαζόντανε, ρημαζόντουσαν, ρημάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
ρημάχτηκα | ρημαχτήκαμε |
ρημάχτηκες | ρημαχτήκατε |
ρημάχτηκε | ρημαχτήκανε, ρημάχτηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα ρημάζομαι | θα ρημαζόμαστε |
θα ρημάζεσαι | θα ρημαζόσαστε, ρημάζεστε |
θα ρημάζεται | θα ρημάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα ρημαχτώ | θα ρημαχτούμε |
θα ρημαχτείς | θα ρημαχτείτε |
θα ρημαχτεί | θα ρημαχτούν, ρημαχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω ρημαχτεί | έχω ρημαγμένος, ρημαγμένη, ρημαγμένο, ρημαγμένου, ρημαγμένης, ρημαγμένε, ρημαγμένοι, ρημαγμένες, ρημαγμένα, ρημαγμένων, ρημαγμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω ρημαχτεί | θα έχω ρημαγμένος, ρημαγμένη, ρημαγμένο, ρημαγμένου, ρημαγμένης, ρημαγμένε, ρημαγμένοι, ρημαγμένες, ρημαγμένα, ρημαγμένων, ρημαγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να ρημάζομαι | να ρημαζόμαστε |
να ρημάζεσαι | να ρημαζόσαστε, ρημάζεστε |
να ρημάζεται | να ρημάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να ρημαχτώ | να ρημαχτούμε |
να ρημαχτείς | να ρημαχτείτε |
να ρημαχτεί | να ρημαχτούν, ρημαχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω ρημαχτεί | να έχω ρημαγμένος, ρημαγμένη, ρημαγμένο, ρημαγμένου, ρημαγμένης, ρημαγμένε, ρημαγμένοι, ρημαγμένες, ρημαγμένα, ρημαγμένων, ρημαγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | ρημάζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
ρημάξου | ρημαχτείτε |
- |
ρημαγμένος, ρημαγμένη, ρημαγμένο, ρημαγμένου, ρημαγμένης, ρημαγμένε, ρημαγμένοι, ρημαγμένες, ρημαγμένα, ρημαγμένων, ρημαγμένους |