about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
without examplesFound in 1 dictionary

The Greek-Russian Dictionary
  • Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.

ρημάζω

  1. μετ.

    разрушать, разорять

  2. αμετ.

    разоряться

Add to my dictionary

ρημάζω1/2
разруша́ть; разоря́ть

User translations

No translations for this text yet.
Be the first to translate it!

Word forms

ρημάζω

ρήμα
Ενεστώτας
ρημάζωρημάζομε, ρημάζουμε
ρημάζειςρημάζετε
ρημάζειρημάζουν, ρημάζουνε
Παρατατικός
ρήμαζαρημάζαμε
ρήμαζεςρημάζατε
ρήμαζερημάζανε, ρήμαζαν
Αόριστος
ρήμαξαρημάξαμε
ρήμαξεςρημάξατε
ρήμαξερημάξανε, ρήμαξαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ρημάζω θα ρημάζομε, ρημάζουμε
θα ρημάζεις θα ρημάζετε
θα ρημάζει θα ρημάζουν, ρημάζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω ρημάξειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω ρημάξει θα έχω -
Ενεστώτας
να ρημάζω να ρημάζομε, ρημάζουμε
να ρημάζεις να ρημάζετε
να ρημάζει να ρημάζουν, ρημάζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω ρημάξεινα έχω -
Ενεστώτας
ρήμαζερημάζετε
Αόριστος
ρήμαξερημάξτε
ρημάζοντας
Παρακείμενος
έχοντας ρημάξειέχοντας -
Ενεστώτας
ρημάζομαιρημαζόμαστε
ρημάζεσαιρημαζόσαστε, ρημάζεστε
ρημάζεταιρημάζονται
Παρατατικός
ρημαζόμουν, ρημαζόμουναρημαζόμασταν, ρημαζόμαστε
ρημαζόσουν, ρημαζόσουναρημαζόσασταν, ρημαζόσαστε
ρημαζόταν, ρημαζότανερημαζόντανε, ρημαζόντουσαν, ρημάζονταν
Αόριστος
ρημάχτηκαρημαχτήκαμε
ρημάχτηκεςρημαχτήκατε
ρημάχτηκερημαχτήκανε, ρημάχτηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ρημάζομαι θα ρημαζόμαστε
θα ρημάζεσαι θα ρημαζόσαστε, ρημάζεστε
θα ρημάζεται θα ρημάζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα ρημαχτώ θα ρημαχτούμε
θα ρημαχτείς θα ρημαχτείτε
θα ρημαχτεί θα ρημαχτούν, ρημαχτούνε
Παρακείμενος
έχω ρημαχτείέχω ρημαγμένος, ρημαγμένη, ρημαγμένο, ρημαγμένου, ρημαγμένης, ρημαγμένε, ρημαγμένοι, ρημαγμένες, ρημαγμένα, ρημαγμένων, ρημαγμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω ρημαχτεί θα έχω ρημαγμένος, ρημαγμένη, ρημαγμένο, ρημαγμένου, ρημαγμένης, ρημαγμένε, ρημαγμένοι, ρημαγμένες, ρημαγμένα, ρημαγμένων, ρημαγμένους
Ενεστώτας
να ρημάζομαι να ρημαζόμαστε
να ρημάζεσαι να ρημαζόσαστε, ρημάζεστε
να ρημάζεται να ρημάζονται
Αόριστος
να ρημαχτώ να ρημαχτούμε
να ρημαχτείς να ρημαχτείτε
να ρημαχτεί να ρημαχτούν, ρημαχτούνε
Παρακείμενος
να έχω ρημαχτείνα έχω ρημαγμένος, ρημαγμένη, ρημαγμένο, ρημαγμένου, ρημαγμένης, ρημαγμένε, ρημαγμένοι, ρημαγμένες, ρημαγμένα, ρημαγμένων, ρημαγμένους
Ενεστώτας
-ρημάζεστε
Αόριστος
ρημάξουρημαχτείτε
-
ρημαγμένος, ρημαγμένη, ρημαγμένο, ρημαγμένου, ρημαγμένης, ρημαγμένε, ρημαγμένοι, ρημαγμένες, ρημαγμένα, ρημαγμένων, ρημαγμένους