without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
συνεχής
постоянный, непрерывный; продолжительный
последовательный
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
συνεχής
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | συνεχής | συνεχής | συνεχές |
Γενική | συνεχούς | συνεχούς | συνεχούς |
Αιτιατική | συνεχή | συνεχή | συνεχές |
Κλητική | συνεχής | συνεχής | συνεχές |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | συνεχείς | συνεχείς | συνεχή |
Γενική | συνεχών | συνεχών | συνεχών |
Αιτιατική | συνεχείς | συνεχείς | συνεχή |
Κλητική | συνεχείς | συνεχείς | συνεχή |
Συγκριτικός βαθμός | συνεχέστερος, συνεχέστερη, συνεχέστερο |
Υπερθετικός βαθμός | συνεχέστατος, συνεχέστατη, συνεχέστατο |