about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
без примеровНайдено в 1 словаре

Греческо-русский словарь
  • Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.

ακούω

  1. μετ.

    слушать, выслушивать

  2. αμετ.

    слышать

Добавить в мой словарь

ακούω1/2
слу́шать; выслу́шивать

Переводы пользователей

Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!

Формы слова

ακούω

ρήμα
Ενεστώτας
ακούωακούομε, ακούουμε
ακούειςακούετε
ακούειακούουν, ακούουνε
Παρατατικός
ακόυαακούαμε
ακόυεςακούατε
ακόυεακούανε, ακόυαν
Αόριστος
ακόυσαακούσαμε
ακόυσεςακούσατε
ακόυσεακούσανε, ακόυσαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ακούω θα ακούομε, ακούουμε
θα ακούεις θα ακούετε
θα ακούει θα ακούουν, ακούουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω ακούσειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω ακούσει θα έχω -
Ενεστώτας
να ακούω να ακούομε, ακούουμε
να ακούεις να ακούετε
να ακούει να ακούουν, ακούουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω ακούσεινα έχω -
Ενεστώτας
ακουε, ακούεακούετε
Αόριστος
ακουσε, ακούσεακούστε
ακούοντας
Παρακείμενος
έχοντας ακούσειέχοντας -
Ενεστώτας
ακούομαιακουόμαστε
ακούεσαιακουόσαστε, ακούεστε
ακούεταιακούονται
Παρατατικός
ακουόμουν, ακουόμουναακουόμασταν, ακουόμαστε
ακουόσουν, ακουόσουναακουόσασταν, ακουόσαστε
ακουόταν, ακουότανεακουόντανε, ακουόντουσαν, ακούονταν
Αόριστος
ακούστηκαακουστήκαμε
ακούστηκεςακουστήκατε
ακούστηκεακούστηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ακούομαι θα ακουόμαστε
θα ακούεσαι θα ακουόσαστε, ακούεστε
θα ακούεται θα ακούονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα ακουστώ θα ακουστούμε
θα ακουστείς θα ακουστείτε
θα ακουστεί θα ακουστούν, ακουστούνε
Παρακείμενος
έχω ακουστείέχω ακουμένος, ακουμένη, ακουμένο, ακουμένου, ακουμένης, ακουμένε, ακουμένοι, ακουμένες, ακουμένα, ακουμένων, ακουμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω ακουστεί θα έχω ακουμένος, ακουμένη, ακουμένο, ακουμένου, ακουμένης, ακουμένε, ακουμένοι, ακουμένες, ακουμένα, ακουμένων, ακουμένους
Ενεστώτας
να ακούομαι να ακουόμαστε
να ακούεσαι να ακουόσαστε, ακούεστε
να ακούεται να ακούονται
Αόριστος
να ακουστώ να ακουστούμε
να ακουστείς να ακουστείτε
να ακουστεί να ακουστούν, ακουστούνε
Παρακείμενος
να έχω ακουστείνα έχω ακουμένος, ακουμένη, ακουμένο, ακουμένου, ακουμένης, ακουμένε, ακουμένοι, ακουμένες, ακουμένα, ακουμένων, ακουμένους
Ενεστώτας
-ακούεστε
Αόριστος
ακούσουακουστείτε
-
ακουμένος, ακουμένη, ακουμένο, ακουμένου, ακουμένης, ακουμένε, ακουμένοι, ακουμένες, ακουμένα, ακουμένων, ακουμένους