about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
без примеровНайдено в 1 словаре

Греческо-русский словарь
  • Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.

ανοίγομαι

см. также ανοίγω

  1. выходить в открытое море

  2. тратить деньги, раскошеливаться

Добавить в мой словарь

ανοίγομαι1/2
выходи́ть в откры́тое мо́ре

Переводы пользователей

Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!

Формы слова

ανοίγω

ρήμα
Ενεστώτας
ανοίγωανοίγουμε
ανοίγειςανοίγετε
ανοίγειανοίγουν
Παρατατικός
άνοιγαανοίγαμε
άνοιγεςανοίγατε
άνοιγεανοίγανε, άνοιγαν
Αόριστος
άνοιξαανοίξαμε
άνοιξεςανοίξατε
άνοιξεάνοιξαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ανοίγω θα ανοίγουμε
θα ανοίγεις θα ανοίγετε
θα ανοίγει θα ανοίγουν
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω -έχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω - θα έχω -
Ενεστώτας
να ανοίγω να ανοίγουμε
να ανοίγεις να ανοίγετε
να ανοίγει να ανοίγουν
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω -να έχω -
Ενεστώτας
άνοιγε-
Αόριστος
--
-
Παρακείμενος
έχοντας -έχοντας -
Ενεστώτας
ανοίγομαιανοιγόμαστε
ανοίγεσαιανοίγεστε
ανοίγεταιανοίγονται
Παρατατικός
ανοιγόμουν, ανοιγόμουναανοιγόμασταν, ανοιγόμαστε
ανοιγόσουν, ανοιγόσουναανοιγόσασταν, ανοιγόσαστε
ανοιγόταν, ανοιγότανεανοίγονταν
Αόριστος
ανοίχτηκαανοιχτήκαμε
ανοίχτηκεςανοιχτήκατε
ανοίχτηκεανοιχτήκανε, ανοίχτηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ανοίγομαι θα ανοιγόμαστε
θα ανοίγεσαι θα ανοίγεστε
θα ανοίγεται θα ανοίγονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα ανοιχτώ θα ανοιχτούμε
θα ανοιχτείς θα ανοιχτείτε
θα ανοιχτεί θα ανοιχτούν
Παρακείμενος
έχω -έχω ανοιγμένος, ανοιγμένη, ανοιγμένο, ανοιγμένου, ανοιγμένης, ανοιγμένε, ανοιγμένοι, ανοιγμένες, ανοιγμένα, ανοιγμένων, ανοιγμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω - θα έχω ανοιγμένος, ανοιγμένη, ανοιγμένο, ανοιγμένου, ανοιγμένης, ανοιγμένε, ανοιγμένοι, ανοιγμένες, ανοιγμένα, ανοιγμένων, ανοιγμένους
Ενεστώτας
να ανοίγομαι να ανοιγόμαστε
να ανοίγεσαι να ανοίγεστε
να ανοίγεται να ανοίγονται
Αόριστος
να ανοιχτώ να ανοιχτούμε
να ανοιχτείς να ανοιχτείτε
να ανοιχτεί να ανοιχτούν
Παρακείμενος
να έχω -να έχω ανοιγμένος, ανοιγμένη, ανοιγμένο, ανοιγμένου, ανοιγμένης, ανοιγμένε, ανοιγμένοι, ανοιγμένες, ανοιγμένα, ανοιγμένων, ανοιγμένους
Ενεστώτας
--
Αόριστος
--
-
ανοιγμένος, ανοιγμένη, ανοιγμένο, ανοιγμένου, ανοιγμένης, ανοιγμένε, ανοιγμένοι, ανοιγμένες, ανοιγμένα, ανοιγμένων, ανοιγμένους