без примеровНайдено в 1 словаре
Греческо-русский словарь- Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.
- Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.
αποδεικτικός
см. αποδειχτικός
Добавить в мой словарь
αποδεικτικός
Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
αποδεικτικός
επίθετο
| Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
| Ονοματική | αποδεικτικός | αποδεικτική | αποδεικτικό |
| Γενική | αποδεικτικού | αποδεικτικής | αποδεικτικού |
| Αιτιατική | αποδεικτικό, αποδεικτικόν | αποδεικτική, αποδεικτικήν | αποδεικτικό |
| Κλητική | αποδεικτικέ | αποδεικτική | αποδεικτικό |
| Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
| Ονοματική | αποδεικτικοί | αποδεικτικές | αποδεικτικά |
| Γενική | αποδεικτικών | αποδεικτικών | αποδεικτικών |
| Αιτιατική | αποδεικτικούς | αποδεικτικές | αποδεικτικά |
| Κλητική | αποδεικτικοί | αποδεικτικές | αποδεικτικά |
| Συγκριτικός βαθμός | αποδεικτικότερος, αποδεικτικότερη, αποδεικτικότερο |
| Υπερθετικός βαθμός | αποδεικτικότατος, αποδεικτικότατη, αποδεικτικότατο |