about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
без примеровНайдено в 1 словаре

Греческо-русский словарь
  • Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.

αφήνω

  1. пускать, пропускать (куда-л.)

    • (να) — разрешать (делать что-л.)
  2. оставлять, покидать

  3. ставить, класть

Добавить в мой словарь

αφήνω1/3
пуска́ть; пропуска́тьПримеры

(να) — разрешать

Переводы пользователей

Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!

Формы слова

αφήνω

ρήμα, Ενεστώτας, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας
αφήνωαφήνουμε
αφήνειςαφήνετε
αφήνειαφήνουν
Παρατατικός
--
--
--
Αόριστος
--
--
--
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αφήνω θα αφήνουμε
θα αφήνεις θα αφήνετε
θα αφήνει θα αφήνουν
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω -έχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω - θα έχω -
Ενεστώτας
να αφήνω να αφήνουμε
να αφήνεις να αφήνετε
να αφήνει να αφήνουν
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω - να έχω -
Ενεστώτας
--
Αόριστος
--
-
Παρακείμενος
έχοντας -έχοντας -

αφήνω

ρήμα
Ενεστώτας
αφήνωαφήνομε, αφήνουμε
αφήνειςαφήνετε
αφήνειαφήνουν, αφήνουνε
Παρατατικός
άφηνααφήναμε
άφηνεςαφήνατε
άφηνεαφήνανε, άφηναν
Αόριστος
άφησααφήσαμε
άφησεςαφήσατε
άφησεαφήσανε, άφησαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αφήνω θα αφήνομε, αφήνουμε
θα αφήνεις θα αφήνετε
θα αφήνει θα αφήνουν, αφήνουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω αφήσειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αφήσει θα έχω -
Ενεστώτας
να αφήνω να αφήνομε, αφήνουμε
να αφήνεις να αφήνετε
να αφήνει να αφήνουν, αφήνουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω αφήσεινα έχω -
Ενεστώτας
άφηνεαφήνετε
Αόριστος
άσε, άφησεάστε, αφήστε
αφήνοντας
Παρακείμενος
έχοντας αφήσειέχοντας -
Ενεστώτας
αφήνομαιαφηνόμαστε
αφήνεσαιαφηνόσαστε, αφήνεστε
αφήνεταιαφήνονται
Παρατατικός
αφηνόμουν, αφηνόμουνααφηνόμασταν
αφηνόσουν, αφηνόσουνααφηνόσασταν, αφηνόσαστε
αφηνόταν, αφηνότανεαφηνόντανε, αφηνόντουσαν, αφήνονταν
Αόριστος
αφήέθηκααφήεθήκαμε
αφήέθηκεςαφήεθήκατε
αφήέθηκεαφήεθήκαν, αφήεθήκανε, αφήέθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αφήνομαι θα αφηνόμαστε
θα αφήνεσαι θα αφηνόσαστε, αφήνεστε
θα αφήνεται θα αφήνονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα αφήεθώ θα αφήεθούμε
θα αφήεθείς θα αφήεθείτε
θα αφήεθεί θα αφήεθούν, αφήεθούνε
Παρακείμενος
έχω αφήεθείέχω αφημένος, αφημένη, αφημένο, αφημένου, αφημένης, αφημένε, αφημένοι, αφημένες, αφημένα, αφημένων, αφημένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αφήεθεί θα έχω αφημένος, αφημένη, αφημένο, αφημένου, αφημένης, αφημένε, αφημένοι, αφημένες, αφημένα, αφημένων, αφημένους
Ενεστώτας
να αφήνομαι να αφηνόμαστε
να αφήνεσαι να αφηνόσαστε, αφήνεστε
να αφήνεται να αφήνονται
Αόριστος
να αφήεθώ να αφήεθούμε
να αφήεθείς να αφήεθείτε
να αφήεθεί να αφήεθούν, αφήεθούνε
Παρακείμενος
να έχω αφήεθείνα έχω αφημένος, αφημένη, αφημένο, αφημένου, αφημένης, αφημένε, αφημένοι, αφημένες, αφημένα, αφημένων, αφημένους
Ενεστώτας
-αφήνεστε
Αόριστος
αφήέσου, αφήσουαφήεθείτε
-
αφημένος, αφημένη, αφημένο, αφημένου, αφημένης, αφημένε, αφημένοι, αφημένες, αφημένα, αφημένων, αφημένους