без примеровНайдено в 1 словаре
Греческо-русский словарь- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ηλικιωμένος
пожилой
Добавить в мой словарь
ηλικιωμένος
пожило́й
Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
ηλικιωμένος
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | ηλικιωμένος | ηλικιωμένη | ηλικιωμένο |
Γενική | ηλικιωμένου | ηλικιωμένης | ηλικιωμένου |
Αιτιατική | ηλικιωμένο | ηλικιωμένη | ηλικιωμένο |
Κλητική | ηλικιωμένε | ηλικιωμένη | ηλικιωμένο |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | ηλικιωμένοι | ηλικιωμένες | ηλικιωμένα |
Γενική | ηλικιωμένων | ηλικιωμένων | ηλικιωμένων |
Αιτιατική | ηλικιωμένους | ηλικιωμένες | ηλικιωμένα |
Κλητική | ηλικιωμένοι | ηλικιωμένες | ηλικιωμένα |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |