about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
без примеровНайдено в 1 словаре

Греческо-русский словарь
  • Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.

υποβάλλω

  1. представлять; предлагать на утверждение

  2. внушать, подсказывать

  3. суфлировать

  4. подвергать (чему-л.)

Добавить в мой словарь

υποβάλλω1/4
представля́ть; предлага́ть на утвержде́ние

Переводы пользователей

Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!

Формы слова

υποβάλλω

ρήμα
Ενεστώτας
υποβάλλωυποβάλλομε, υποβάλλουμε
υποβάλλειςυποβάλλετε
υποβάλλειυποβάλλουν, υποβάλλουνε
Παρατατικός
υπέβαλλαυποβάλλαμε
υπέβαλλεςυποβάλλατε
υπέβαλλευποβάλλανε, υπέβαλλαν
Αόριστος
υπέβαλαυποβάλαμε
υπέβαλεςυποβάλατε
υπέβαλευποβάλανε, υπέβαλαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα υποβάλλω θα υποβάλλομε, υποβάλλουμε
θα υποβάλλεις θα υποβάλλετε
θα υποβάλλει θα υποβάλλουν, υποβάλλουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω υποβάλειέχω υποβαλλόμενος, υποβαλλόμενη, υποβαλλόμενο, υποβαλλόμενου, υποβαλλόμενης, υποβαλλόμενε, υποβαλλόμενοι, υποβαλλόμενες, υποβαλλόμενα, υποβαλλόμενων, υποβαλλόμενους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω υποβάλει θα έχω υποβαλλόμενος, υποβαλλόμενη, υποβαλλόμενο, υποβαλλόμενου, υποβαλλόμενης, υποβαλλόμενε, υποβαλλόμενοι, υποβαλλόμενες, υποβαλλόμενα, υποβαλλόμενων, υποβαλλόμενους
Ενεστώτας
να υποβάλλω να υποβάλλομε, υποβάλλουμε
να υποβάλλεις να υποβάλλετε
να υποβάλλει να υποβάλλουν, υποβάλλουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω υποβάλεινα έχω υποβαλλόμενος, υποβαλλόμενη, υποβαλλόμενο, υποβαλλόμενου, υποβαλλόμενης, υποβαλλόμενε, υποβαλλόμενοι, υποβαλλόμενες, υποβαλλόμενα, υποβαλλόμενων, υποβαλλόμενους
Ενεστώτας
υπόβαλλευποβάλλετε
Αόριστος
υπόβαλευποβάλετε
υποβάλλοντας
Παρακείμενος
έχοντας υποβάλειέχοντας υποβαλλόμενος, υποβαλλόμενη, υποβαλλόμενο, υποβαλλόμενου, υποβαλλόμενης, υποβαλλόμενε, υποβαλλόμενοι, υποβαλλόμενες, υποβαλλόμενα, υποβαλλόμενων, υποβαλλόμενους
Ενεστώτας
υποβάλλομαιυποβαλλόμαστε
υποβάλλεσαιυποβαλλόσαστε, υποβάλλεστε
υποβάλλεταιυποβάλλονται
Παρατατικός
υποβαλλόμουν, υποβαλλόμουναυποβαλλόμασταν, υποβαλλόμαστε
υποβαλλόσουν, υποβαλλόσουναυποβαλλόσασταν, υποβαλλόσαστε
υποβαλλόταν, υποβαλλότανευποβάλλονταν
Αόριστος
υποβλήθηκαυποβληθήκαμε
υποβλήθηκεςυποβληθήκατε
υποβλήθηκευποβληθήκαν, υποβληθήκανε, υποβλήθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα υποβάλλομαι θα υποβαλλόμαστε
θα υποβάλλεσαι θα υποβαλλόσαστε, υποβάλλεστε
θα υποβάλλεται θα υποβάλλονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα υποβληθώ θα υποβληθούμε
θα υποβληθείς θα υποβληθείτε
θα υποβληθεί θα υποβληθούν, υποβληθούνε
Παρακείμενος
έχω υποβληθείέχω υποβεβλημένος, υποβεβλημένη, υποβεβλημένο, υποβεβλημένου, υποβεβλημένης, υποβεβλημένε, υποβεβλημένοι, υποβεβλημένες, υποβεβλημένα, υποβεβλημένων, υποβεβλημένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω υποβληθεί θα έχω υποβεβλημένος, υποβεβλημένη, υποβεβλημένο, υποβεβλημένου, υποβεβλημένης, υποβεβλημένε, υποβεβλημένοι, υποβεβλημένες, υποβεβλημένα, υποβεβλημένων, υποβεβλημένους
Ενεστώτας
να υποβάλλομαι να υποβαλλόμαστε
να υποβάλλεσαι να υποβαλλόσαστε, υποβάλλεστε
να υποβάλλεται να υποβάλλονται
Αόριστος
να υποβληθώ να υποβληθούμε
να υποβληθείς να υποβληθείτε
να υποβληθεί να υποβληθούν, υποβληθούνε
Παρακείμενος
να έχω υποβληθείνα έχω υποβεβλημένος, υποβεβλημένη, υποβεβλημένο, υποβεβλημένου, υποβεβλημένης, υποβεβλημένε, υποβεβλημένοι, υποβεβλημένες, υποβεβλημένα, υποβεβλημένων, υποβεβλημένους
Ενεστώτας
-υποβάλλεστε
Αόριστος
-υποβληθείτε
υποβαλλόμενος, υποβαλλόμενη, υποβαλλόμενο, υποβαλλόμενου, υποβαλλόμενης, υποβαλλόμενε, υποβαλλόμενοι, υποβαλλόμενες, υποβαλλόμενα, υποβαλλόμενων, υποβαλλόμενους
υποβεβλημένος, υποβεβλημένη, υποβεβλημένο, υποβεβλημένου, υποβεβλημένης, υποβεβλημένε, υποβεβλημένοι, υποβεβλημένες, υποβεβλημένα, υποβεβλημένων, υποβεβλημένους