without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
δίνω
давать, подавать
отдавать, выдавать замуж
продавать
давать, платить
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
δίνω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
δίνω | δίνομε, δίνουμε |
δίνεις | δίνετε |
δίνει | δίνουν, δίνουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
έδινα | δίναμε |
έδινες | δίνατε |
έδινε | έδιναν, δίνανε |
Αόριστος | |
---|---|
έδωσα | δώσαμε |
έδωσες | δώσατε |
έδωσε | έδωσαν, δώσανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα δίνω | θα δίνομε, δίνουμε |
θα δίνεις | θα δίνετε |
θα δίνει | θα δίνουν, δίνουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω δώσει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω δώσει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να δίνω | να δίνομε, δίνουμε |
να δίνεις | να δίνετε |
να δίνει | να δίνουν, δίνουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω δώσει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
δινε, δίνε | δίνετε |
Αόριστος | |
---|---|
δωσε, δώσε | δώστε |
δίνοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας δώσει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
δίνομαι | δινόμαστε |
δίνεσαι | δινόσαστε, δίνεστε |
δίνεται | δίνονται |
Παρατατικός | |
---|---|
δινόμουν, δινόμουνα | δινόμασταν, δινόμαστε |
δινόσουν, δινόσουνα | δινόσασταν, δινόσαστε |
δινόταν, δινότανε | δινόντανε, δινόντουσαν, δίνονταν |
Αόριστος | |
---|---|
δόθηκα | δοθήκαμε |
δόθηκες | δοθήκατε |
δόθηκε | δοθήκαν, δοθήκανε, δόθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα δίνομαι | θα δινόμαστε |
θα δίνεσαι | θα δινόσαστε, δίνεστε |
θα δίνεται | θα δίνονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα δοθώ | θα δοθούμε |
θα δοθείς | θα δοθείτε |
θα δοθεί | θα δοθούν, δοθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω δοθεί | έχω δοσμένος, δοσμένη, δοσμένο, δοσμένου, δοσμένης, δοσμένε, δοσμένοι, δοσμένες, δοσμένα, δοσμένων, δοσμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω δοθεί | θα έχω δοσμένος, δοσμένη, δοσμένο, δοσμένου, δοσμένης, δοσμένε, δοσμένοι, δοσμένες, δοσμένα, δοσμένων, δοσμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να δίνομαι | να δινόμαστε |
να δίνεσαι | να δινόσαστε, δίνεστε |
να δίνεται | να δίνονται |
Αόριστος | |
---|---|
να δοθώ | να δοθούμε |
να δοθείς | να δοθείτε |
να δοθεί | να δοθούν, δοθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω δοθεί | να έχω δοσμένος, δοσμένη, δοσμένο, δοσμένου, δοσμένης, δοσμένε, δοσμένοι, δοσμένες, δοσμένα, δοσμένων, δοσμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | δίνεστε |
Αόριστος | |
---|---|
δώσου | δοθείτε |
- |
δοσμένος, δοσμένη, δοσμένο, δοσμένου, δοσμένης, δοσμένε, δοσμένοι, δοσμένες, δοσμένα, δοσμένων, δοσμένους |