without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
εκτείνομαι
см. также εκτείνω
простираться
распространяться (о пожаре и т.п.)
Add to my dictionary
Not foundUser translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
εκτείνομαι
ρήμα, Παθητική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
εκτείνομαι | εκτεινόμαστε |
εκτείνεσαι | εκτεινόσαστε, εκτείνεστε |
εκτείνεται | εκτείνονται |
Παρατατικός | |
---|---|
εκτεινόμουν, εκτεινόμουνα | εκτεινόμαστε |
εκτεινόσουν, εκτεινόσουνα | εκτεινόσαστε |
εκτεινόταν, εκτεινότανε | εκτείνονταν |
Αόριστος | |
---|---|
εκτάθηκα | εκταθήκαμε |
εκτάθηκες | εκταθήκατε |
εκτάθηκε | εκταθήκαν, εκταθήκανε, εκτάθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα εκτείνομαι | θα εκτεινόμαστε |
θα εκτείνεσαι | θα εκτεινόσαστε, εκτείνεστε |
θα εκτείνεται | θα εκτείνονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα εκταθώ | θα εκταθούμε |
θα εκταθείς | θα εκταθείτε |
θα εκταθεί | θα εκταθούν, εκταθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω εκταθεί | έχω εκτεταμένος, εκτεταμένη, εκτεταμένο, εκτεταμένου, εκτεταμένης, εκτεταμένε, εκτεταμένοι, εκτεταμένες, εκτεταμένα, εκτεταμένων, εκτεταμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω εκταθεί | θα έχω εκτεταμένος, εκτεταμένη, εκτεταμένο, εκτεταμένου, εκτεταμένης, εκτεταμένε, εκτεταμένοι, εκτεταμένες, εκτεταμένα, εκτεταμένων, εκτεταμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να εκτείνομαι | να εκτεινόμαστε |
να εκτείνεσαι | να εκτεινόσαστε, εκτείνεστε |
να εκτείνεται | να εκτείνονται |
Αόριστος | |
---|---|
να εκταθώ | να εκταθούμε |
να εκταθείς | να εκταθείτε |
να εκταθεί | να εκταθούν, εκταθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω εκταθεί | να έχω εκτεταμένος, εκτεταμένη, εκτεταμένο, εκτεταμένου, εκτεταμένης, εκτεταμένε, εκτεταμένοι, εκτεταμένες, εκτεταμένα, εκτεταμένων, εκτεταμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | εκτείνεστε |
Αόριστος | |
---|---|
- | εκταθείτε |
εκτεινόμενος, εκτεινόμενη, εκτεινόμενο, εκτεινόμενου, εκτεινόμενης, εκτεινόμενε, εκτεινόμενοι, εκτεινόμενες, εκτεινόμενα, εκτεινόμενων, εκτεινόμενους |
εκτεταμένος, εκτεταμένη, εκτεταμένο, εκτεταμένου, εκτεταμένης, εκτεταμένε, εκτεταμένοι, εκτεταμένες, εκτεταμένα, εκτεταμένων, εκτεταμένους |