without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
ύπαιθρο
το
- στο ύπαιθρο — на чистом воздухе, под открытым небом
Add to my dictionary
ύπαιθρο
τοExamples
στο ύπαιθρο — на чистом воздухе, под открытым небом
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ύπαιθρο
ουσιαστικό, ουδέτερο
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | το ύπαιθρο, ύπαιθρό | τα ύπαιθρα, ύπαιθρά |
Γενική | του υπαίθρου | των υπαίθρων |
Αιτιατική | το ύπαιθρο, ύπαιθρό | τα ύπαιθρα, ύπαιθρά |
Κλητική | ύπαιθρο, ύπαιθρό | ύπαιθρα, ύπαιθρά |
ύπαιθρος
ουσιαστικό, αρσενικό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | ο ύπαιθρος, ύπαιθρός | οι ύπαιθροι, ύπαιθροί |
Γενική | του υπαίθρου | των υπαίθρων |
Αιτιατική | τον ύπαιθρο, ύπαιθρον, ύπαιθρό, ύπαιθρόν | τους υπαίθρους |
Κλητική | ύπαιθρε, ύπαιθρέ | ύπαιθροι, ύπαιθροί |
ύπαιθρο
επίρρημα
Θετικός βαθμός | - |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |